Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες που πέρασε η ελληνική οικονομία ήταν εκείνη των τελευταίων ετών του 19oυ αιώνα. Η πολεμική ήττα του 1897 και ο αυστηρός Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που είχε επιβληθεί, δημιουργούσαν ιδιαιτέρως δυσμενείς συγκυρίες και τεράστια προβλήματα στον ελληνικό λαό. Στο γύρισμα του αιώνα η κατάσταση είχε αρχίσει να καλυτερεύει και διαφαίνονταν ευοίωνες προοπτικές για την ελληνική οικονομία. Οι σχετικές συζητήσεις στη Βουλή κατά την ψήφιση του Προϋπολογισμού έδιναν ελπίδες για καλύτερες ημέρες στον ελληνικό λαό.
Οπότε η Κυβέρνηση θεωρούσε πως ήταν κατάλληλη ευκαιρία να επιβάλει φόρους, παρά την δέσμευσή της για το αντίθετο! «Ουδείς νέος φόρος θα επιβληθή εις τον ελληνικόν λαόν» κόμπαζε υπερήφανα η Κυβέρνηση λίγους μήνες νωρίτερα. Κατά την ανατολή όμως του 1901, πρωτοχρονιάτικες ημέρες, ο ευρηματικός υπουργός Οικονομικών Ανάργυρος Σιμόπουλος σκέφθηκε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επιβληθεί νέος φόρος χωρίς να προκληθούν αντιδράσεις. Ανακοίνωσε, λοιπόν, την επιβολή της περίφημης «φορολογίας του χαρτοσήμου».
Τι κι αν στο τελευταίο φύλλο της χρονιάς το περίφημο «Άστυ» φώναζε πως πρόκειται περί «νέας φορολογίας» και ότι οι ρυθμίσεις ήταν επαχθείς, δεδομένου ότι μέχρι τότε η φορολογία του χαρτοσήμου επιβάρυνε μόνον τις συναλλαγματικές; Από τότε και στο εξής ο φόρος χαρτοσήμου επιβάρυνε τις επιταγές, τις δικαστικές πράξεις, τις αιτήσεις, τα πιστοποιητικά και οποιαδήποτε σχέση του πολίτη με το κράτος και τις υπηρεσίες του. Πρόκειται για «φορολογική ληστεία» έγραφαν οι εφημερίδες, καταγγέλλοντας πως «είναι άχθος βαρύ» που επιβλήθηκε από «διεστραμμένη σκέψη».
Όπως επισήμαινε ο νουνεχής Δ. Κακλαμάνος το χαρτόσημο, με τη μορφή που επιβλήθηκε, καταβρόχθιζε τα μικρά βαλάντια, κατάπινε τις μικρές κληρονομιές και απορροφούσε το προϊόν των μικρών αναγκαστικών πωλήσεων. Επιβάρυνε υπέρμετρα τα δικαστικά έξοδα και έτσι εμπόδιζε πολλούς να καταφύγουν στα δικαστήρια. Αναμφισβήτητα η καθιέρωσή του ήταν νόμιμη αλλά η εφαρμογή του επαχθής για τους περισσότερους.
Ωστόσο, ο Ανάργυρος Σιμόπουλος δεν πτοήθηκε. Το καινούργιο μέτρο καθιερώθηκε με τις αρχές του νέου χρόνου και εφαρμόστηκε, παρά τις αντιδράσεις, για να λάβει τεράστιες διαστάσεις με το πέρασμα του χρόνου. Εξάλλου, το γνώρισαν πολλοί από τoυς σύγχρονους, αφού ο περίφημος φόρος χαρτοσήμου έφτασε έως τις ημέρες μας. Και σα να μην έφταναν τα… καμώματα του υπουργού Οικονομικών, ακολούθησε και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Μερκούρης.
Αντιμετώπιζε και ο δήμος προβλήματα, κυρίως διότι δεν μπορούσε να εισπράξει τους αποκαλούμενους δασμούς επί των ωνίων και των εμπορευμάτων. Ήταν η σημαντικότερη ίσως πηγή εσόδων του Δήμου Αθηναίων, αφού όποιος έμπαινε ή έβγαινε από την πόλη με εμπορεύματα πάσης φύσης έβλεπε μπροστά του τον εισπράκτορα, στον οποίο έπρεπε να καταβάλει τον προκαθορισμένο φόρο.
Η διαδικασία που ακολουθούσε ο δήμος επί δεκαετίες, ήταν να δημοπρατεί και να νοικιάζει το δικαίωμα είσπραξης των δασμών σε ιδιώτες. Όμως η κρίση που είχε προηγηθεί και οι αντιδράσεις του κοινού είχαν κάνει δύσκολη την δουλειά των ιδιωτών εισπρακτόρων. Έτσι παραμονές πρωτοχρονιάς πλέον και δεν φαινόταν πλειοδότης. Διότι όσοι συμμετείχαν, είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους για να αυξήσει ο δήμος τα δικαιώματα που εισέπρατταν.
Ωστόσο ο δυναμικός Σπ. Μερκούρης δεν εννοούσε να το βάλει κάτω. Προπαραμονή πρωτοχρονιάς συγκάλεσε έκτακτο δημοτικό συμβούλιο και εμφανίστηκε στο Σώμα δηλώνοντας πως αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη για την είσπραξη του δημοτικού φόρου. Έσπευσε δε, να φτιάξει ειδικό σώμα υπαλλήλων -φοροεισπρακτόρων του δήμου για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Πράγματι, το δημοτικό συμβούλιο ενέκρινε την πρότασή του και από τότε ο δήμος Αθηναίων εισέπραττε τους φόρους με την ειδική υπηρεσία που είχε συστήσει. Δυσαρεστώντας, τόσο εκείνους που τον εκβίαζαν, και περισσότερο τους φορολογούμενους που πλήρωναν κανονικά τα… διόδιά τους.