Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Πρωταπριλιάτικη ψευτιά στο Έθνος βασιλεύει λαχταριστός Ελληνισμός, μεσ’ στη σκλαβιά δουλεύει… »[1]. Μ’ αυτούς τους πρωταπριλιάτικους στίχους ο σατιρικός ποιητής Κλεάνθης Τριανταφύλλου προσπαθούσε να χτυπήσει τη φαυλοκρατία. «Πρωταπριλιά τα πλούτη μας / οι στόλοι κι οι στρατοί μας / ψευτιά μες την κυβέρνηση / ψευτιά μεσ’ την Αυλή μας» έγραφε στην εφημερίδα του, τον περίφημο «Ραμπαγά», ο άνθρωπος που πίστευε ότι με τη σάτιρα θα μπορούσε να συντελέσει στην ανόρθωση του Ρωμαίικου. Αλλά και ο Γ. Σουρής, όταν ερχόταν Πρωταπριλιά, ονειρευόταν ότι «ο κόσμος απεφάσισε το δρόμο του ν’ αλλάξει / να συγχωρή και ν’ αγαπά / ποτέ να μη σκοτώνη»[2]!
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
Ωστόσο, φαίνεται πως το ξενόφερτο έθιμο εισχώρησε στον τόπο μας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν το χρησιμοποίησαν ως μέσο ψυχαγωγίας οι σκλαβωμένοι Έλληνες, που υπέφεραν τα δεινά των Οθωμανών. Καταγράφονται, μάλιστα και διάφορες αξιοπρόσεκτες πρωταπριλιάτικες φάρσες. Όπως ότι έστειλαν στον Σουλτάνο Αχμέτ Γ’ –ο οποίος κατέστειλε την ανταρσία των γενιτσάρων– ένα κεμέρι με πέτρες του γιαλού σαν μάλαμα και διαμαντικά. Ή ότι έστειλαν στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων έναν ασημοκέντητο ντορβά με τούφες γένια τράγου! Στην πρώτη περίπτωση οι δωροδότες κινδύνευσαν από την οργή του πολυχρονεμένου Πατισάχ. Στη δεύτερη κινδύνευσαν λιγότερο λόγω της παρέμβασης της περίφημης κυρά-Βασιλικής, η οποία έπεισε τον τραγογένη Τεπελενλή ότι τα γένια του τράγου είναι δείγμα υγείας, έρωτα και ευτυχίας.
Επί Όθωνος
Είναι γνωστή η πρωταπριλιάτικη φάρσα που έστησαν στα χρόνια του Όθωνα, όταν παρουσίασαν στη «Ψωροκώσταινα» –τη φτωχή εκείνη γυναίκα του Ναυπλίου που άφησε κληρονομιά στην πατρίδα το παρατσούκλι της– κάποιον ελαφρόμυαλο ως έτοιμο δήθεν να την παντρευτεί. Ετοιμάστηκαν στεφάνια, λεμονανθοί, μπομπονιέρες και το Ναύπλιο διασκέδαζε με τα επικείμενα στεφανώματα της «Ψωροκώσταινας».
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1882, ακόμη και ο Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης έπεσε θύμα δημοσιογραφικής πρωταπριλιάτικης φάρσας. Ο γνωστός για τα καλαμπούρια του Μπάμπης Άννινος, με άλλους κεφάτους δημοσιογράφους, τον Δ. Κορομηλά και τον Ι. Δαμβέργη, έγραψαν ότι ένας απερίσκεπτος Άγγλος τουρίστας θέλοντας να ανέβει στο αέτωμα του Παρθενώνα, σφηνώθηκε στο εσωτερικό μιας οπής και χρειαζόταν να κατεδαφιστεί ένα μικρό τμήμα του ναού. Το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι ανέβηκαν στην Ακρόπολη για να δουν τον σφηνωμένο τουρίστα ήταν αναμενόμενο.
Αλλά δεν ήταν αναμενόμενο το ενδιαφέρον που επέδειξε ο Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, χωρίς καν να σκεφτεί ότι το αναφερόμενο ως όνομα του τουρίστα (Liar = Ψεύτης) πρόδιδε τη φάρσα. Ανησυχώντας ο Τρικούπης για την τύχη του ξένου, αλλά και την ακεραιότητα του μνημείου, έσπευσε να λάβει τα «κατάλληλα» μέτρα, αναθέτοντας το ζήτημα στον διευθυντή της Αστυνομίας Κοσονάκο. Μόλις ο τελευταίος επισκέφτηκε τους δημοσιογράφους για να μάθει λεπτομέρειες και τους είδε ξεκαρδισμένους στα γέλια αμέσως εννόησε τι είχε συμβεί.
Το πάθημα του Κλάδου
Ένας από τους αγαθούς και αγαπητούς Αθηναίους ήταν ο Γεώργιος ή Όμηρος Κλάδος, γνωστός σε όλους για τα φιλοζωικά του αισθήματα. Αλλά ήταν αρκετά ιδιότροπος ώστε είχε ετοιμάσει στο Α’ Νεκροταφείο το μνήμα στο οποίο θα ξεκουραζόταν για πάντα, όταν θα ερχόταν εκείνη η ώρα. Αλλά μια Πρωταπριλιά έπαθε νευρική κρίση, όταν είδε να συρρέουν στο σπίτι του εκατοντάδες φίλοι του, αλλά και τους γνωστούς κυρίους με τα μαύρα –γνωστότερους ως «κοράκια»– με εξαπτέρυγα και όλο τον εξοπλισμό για να παραλάβουν τη σορό του και να την οδηγήσουν στην τελευταία κατοικία. Μόλις τον αντίκρισε ο καλοκάγαθος και αγαπητός στην αθηναϊκή κοινωνία Κλάδος συγχύστηκε, λιποθύμησε και παρ’ ολίγο να οδηγηθεί πράγματι στην κατοικία που είχε ετοιμάσει.
Τα δίποδα και τα τετράποδα
Άλλη δημοσιογραφική φάρσα, που κόντεψε να αφανίσει την εφημερίδα που εξέδιδε ο Δ. Κορομηλάς, στήθηκε και πάλι από τους ίδιους δημοσιογράφους. Παραμονή Πρωταπριλιάς, δημοσίευσε η «Εφημερίς», πως την επομένη θα σημειώνονταν τρεις ενδιαφέρουσες αφίξεις. Δύο ημιάγριοι και μυστηριώδεις Βιρμανοί, ο διάσημος Έλληνας παλαιστής Θεόδωρος Γεωργίου που φημιζόταν για την ηράκλεια δύναμη και τα κατορθώματά του στην Αμερική και πενήντα γκαμήλες που έφερνε η Κυβέρνηση για να ενισχύσει τη μεταγωγική υπηρεσία του στρατού. Συμπλήρωνε δε, η εφημερίδα, πως οι Βιρμανοί και ο Γεωργίου θα εμφανίζονταν το απόγευμα στο ιστορικό θεατράκι του Φαλήρου, έχοντας παραχωρήσει στην εφημερίδα ήδη ενδιαφέρουσες και γαργαλιστικές συνεντεύξεις ενώ την ίδια ώρα θα έφταναν οι γκαμήλες στον Πειραιά.
Αυτό που συνέβη την επομένη δεν μπορούσαν να το φανταστούν οι φαρσέρ δημοσιογράφοι. Χιλιάδες άνθρωποι, με άλογα, κάρα, ιπποσιδηρόδρομο ή τον σιδηρόδρομο έσπευδαν στον Πειραιά ή στο Φάληρο να δουν τα περίεργα δίποδα ή τα τετράποδα που έδιναν την αίσθηση ενός εξωτικού τσίρκο. Πριν μεσημεριάσει ακόμη είχαν πάρει τις… θέσεις τους χωρίς να συμμερίζονται τις υποδείξεις του θεατρώνη ή του σταθμάρχη που προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν είχαν υπόψη τους τέτοια γεγονότα. Σύντομα ωστόσο κυκλοφόρησε πως επρόκειτο για πρωταπριλιάτικη φάρσα και χρειάστηκε ολόκληρη η αστυνομική δύναμη Αθηνών και Πειραιώς για να προστατεύσουν την εφημερίδα και τους δημοσιογράφους από την εκδικητική μανία των σαϊνιών του Ψυρρή που την είχαν «πατήσει».
Η παράδοση του στρατηγού
Αξέχαστο έμεινε στους δημοσιογράφους το πάθημα ενός συναδέλφου τους τη δύσκολη Πρωταπριλιά του 1941, όταν μία φάρσα αναστάτωσε την κυβέρνηση και το στρατηγείο. Όπως παραδίδει ο Επ. Θωμόπουλος, ένας δημοσιογράφος εκμυστηρεύθηκε δήθεν εμπιστευτικά σε συνάδελφό του πως είχε παραδοθεί ένας Μέραρχος με όλο το επιτελείο του. Ασυλλόγιστα ο παραλήπτης της φοβερής είδησης έσπευσε να τηλεγραφήσει στην εφημερίδα του, η οποία τη δημοσίευσε με πηχυαίους τίτλους. Όπως ήταν ευνόητο κινήθηκαν όλοι οι μηχανισμοί, ενεπλάκησαν στρατηγοί και υπουργοί για να αποκαλυφτεί πως το όνομα του δήθεν «αιχμαλωτισθέντος» στρατηγού ήταν αναγραμματισμός του επωνύμου του φαρσέρ. Το βράδυ εκείνης της Πρωταπριλιάς έληγε με ένα ηχηρό χαστούκι που έδωσε ο παθών στον ασυλλόγιστο φαρσέρ καταμεσής της κεντρικής πλατείας στα Ιωάννινα και με τους πολεμικούς ανταποκριτές να προβληματίζονται υπέρ ή κατά του εθίμου.
Ο (αληθινός) θάνατος του Γεωργίου Β’
Στα μεταπελευθερωτικά χρόνια, την Πρωταπριλιά του 1947, κανείς δεν πίστευε την είδηση πως πέθανε ξαφνικά ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, σε ηλικία 57 ετών. Είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μόλις τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, μετά το δημοψήφισμα, στο οποίο είχαν επικρατήσει οι οπαδοί της βασιλείας. Πολλοί μάλιστα εξοργίστηκαν και θα ξέσπαγαν επεισόδια στην Αθήνα αν δεν εκδίδονταν εκτάκτως οι εφημερίδες και επιβεβαίωνε το γεγονός ραδιοφωνικά το Παλάτι.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 31 Μαρτίου 2013.