Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο παρατηρητικός επισκέπτης του Ζαππείου Μεγάρου, εισερχόμενος από τη δεξιά παραστάδα, θα συναντήσει ένα εντοιχισμένο, τιμητικό, μοναδικής αξίας και καλαίσθητο οστεοφυλάκιο. Πρόκειται για επιφάνεια που καλύπτεται από απομίμηση μαρμάρινης σαρκοφάγου. Χρυσό στεφάνι σε πορφυρό βάθος στεφανώνει συμβολικά το σημείο αυτό, ενώ από κάτω μια κεφαλαιογράμματη επιγραφή μάς υπενθυμίζει ότι ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ Η ΚΕΦΑΛΗ ΕΥΑΓΓΕΛΗ ΖΑΠΠΑ! Συμβολική πράξη ύψιστης σημασίας, σημείο αναφοράς της ελληνικής σκέψης και υπερηφάνειας και τόπος μνημοσύνου για τον Ευαγγέλη Ζάππα και όλους όσοι αγωνίσθηκαν για να ελευθερωθεί και να ακμάσει ετούτος ο τόπος.
Τον Αύγουστο 1887 υλοποιήθηκε μία από τις επιθυμίες του εθνικού ευεργέτη Ευαγγέλη Ζάππα. Συντάσσοντας τη διαθήκη του, ο ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού που είχε πολεμήσει στη μεγάλη Εθνεγερσία, εζήτησε να ταφεί στο αγαπημένο του Μπροσθένι (Ρουμανία), όπου είχε μεγαλουργήσει επιχειρηματικά. Άφησε εντολή στη συνέχεια, ύστερα από τέσσερα χρόνια, «να ξεπαραχώσουν τα κόκκαλά μου, και ψάλλουν αυτά κατά την εκκλησιαστική τάξιν και ξαναπαραχώσουν την μεν κεφαλήν μου εις την αυλήν ή εμπροστά του καταστήματος των Ολυμπίων εις τας Αθήνας, τα δε οστά μου εις την αυλήν του εν Λαμπόβω σχολείου»[1].
Την σκέψη και την ψυχή του τις άφηνε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο Λάμποβο, και στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα, σύμβολο ελευθερίας και ακμής του Ελληνισμού· τόπο υλοποίησης των ονείρων των μπαρουτοκαπνισμένων μεγαλοϊδεατών που ήθελαν να δουν τη χώρα αυτή να προοδεύει και να μεταδίδει το πνεύμα της σε όλο τον κόσμο. Ένα όραμα το οποίο προσπάθησε να υλοποιήσει με την καθιέρωση του θεσμού των Ζάππειων Ολυμπιάδων.
Την υλοποίηση των επιθυμιών του ανέλαβε ο πρώτος εξάδελφος και σύντροφός του στη ζωή και την εργασία Κωνσταντίνος Ζάππας. Από το 1874 ήδη έδινε οδηγίες για να κατασκευαστεί ο κατάλληλος χώρος που θα υποδεχόταν την κεφαλή του Ζάππα. Χρειάσθηκε, ωστόσο, να περάσουν άλλα 13 χρόνια μέχρι να προχωρήσει ικανοποιητικά η ανέγερση του Μεγάρου[2].
Το καλοκαίρι πια του 1887 ένας εκ των ανεψιών του, παιδί του εξαδέλφου του Αθανάσιου, ο Απόστολος Ζάππας, ξεκίνησε για να υλοποιήσει την ιερή παρακαταθήκη. Έγινε ανακομιδή των λειψάνων από το Μπρεσθένι και μέσω Κωνσταντινουπόλεως ξεκίνησε το ταξίδι για την Αθήνα, όπου έφτασαν στις αρχές Αυγούστου 1887. Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές, αφού την υποδοχή τους ανέλαβε να οργανώσει ο υπουργός Εξωτερικών Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος ήταν ταυτοχρόνως και πρόεδρος της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων.
Η αργυρή θήκη σε σχήμα ναΐσκου που περιείχε την κεφαλή τοποθετήθηκε στη μεγάλη αίθουσα του Λιμεναρχείου, σκεπασμένη με σημαίες του Ναυτικού. Συνοδευόμενη από τιμητικό άγημα και τον Στ. Δραγούμη, ανέβηκε σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Κατευθύνθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό, όπου τοποθετήθηκε δίπλα από το μνημείο του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Ο Αρχιεπίσκοπος τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση παρουσία όλων των Αρχών[3].
«Αληθή ανακούφιση θα ησθάνθησαν τα οστά του μεγάλου πατριώτου, εφ’ ων από μακρού χρόνου βαρέως επεκάθητο ξένη γη», έγραφε ο Ιωάννης Καμπούρογλου[4].
Εκεί, στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, παρέμειναν περισσότερο από έναν χρόνο, έως τον Οκτώβριο 1888, όταν τελέστηκαν με μεγαλειώδεις εκδηλώσεις τα εγκαίνια του Ζαππείου Μεγάρου. Παρουσία του έτερου μεγάλου εθνικού ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα και του βασιλέως Γεωργίου Α΄, η ναόσχημη λάρνακα τοποθετήθηκε στη θέση της, όπου παραμένει σφραγισμένη έως σήμερα.
Η Ελλάς έπραξε το καθήκον της στη μνήμη του άνδρα, ο οποίος μετά τον Αγώνα κρέμασε τα όπλα του και μόχθησε επί περίπου μισό αιώνα, έχοντας πάντα κατά νου την πρόοδο και την ανάπτυξη της Ελλάδας, στην οποία και διέθεσε όλα τα υπάρχοντά του.