Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πριν από λίγες δεκαετίες οι τράπεζες όχι μόνον δεν προκαλούσαν αρνητικά συναισθήματα στα λαϊκά στρώματα, αλλά κατέβαλαν αγωνιώδεις προσπάθειες για να γίνονται όλοι και περισσότερο φιλικές. Να εξυπηρετούν ποικιλοτρόπως το κοινό και να προσφέρουν υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο. Οι μεγαλύτεροι ίσως να θυμούνται την τραπεζική «Υπηρεσία Υπαίθρου», την οποία είχε καθιερώσει η πάλαι ποτέ κραταιά Εμπορική Τράπεζα.
Αφού ήταν δύσκολο για τους κατοίκους των απομακρυσμένων περιοχών, κυρίως των αγροτών, να μετακινηθούν εκεί όπου υπήρχαν καταστήματα, η Τράπεζα αυτή αποφάσισε να πάει στους αγρότες!Πως τα κατάφερε; Παρήγγειλε δύο οχήματα ειδικής κατασκευής στη Σουηδία, τα οποία είχαν τον εξωτερικό τύπο λεωφορείου,και τα χρησιμοποίησε ως κινητές τράπεζες.
Τα οχήματα αυτά επισκέπτονταν, στις αρχές 1958, πρώτα τις απομακρυσμένες περιοχές της Αττικής! Στάθμευαν όπου υπήρχαν κάτοικοι και τους καλούσαν να πραγματοποιήσουν τις συναλλαγές τους. Πραγματοποιούσαν όλα τα είδη συναλλαγών. Από την εξαργύρωση επιταγών και το άνοιγμα λογαριασμών έως καταθέσεις και εμβάσματα. Το σύστημα γνώρισε επιτυχία και σύντομα επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της χώρας, χωρίς ωστόσο να μακροημερεύσει.
Δεν ήταν τόσο το κερδοσκοπικό πνεύμα που κινούσε την κοστοβόρα αυτή επιχείρηση. Η τράπεζα επιχειρούσε να δημιουργήσει υγιή τραπεζική συνείδηση στους κατοίκους που δεν είχαν έως τότε συναλλαγές με τράπεζες. Μέσω αυτής της ενέργειας επιδιώκονταν η ώθηση της οικονομικής ανάπτυξης της υπαίθρου και η διοχέτευση πολύτιμου «αίματος» στην εθνική οικονομία, που αγωνιζόταν να ανδρωθεί. Το γεγονός ότι το αυτοκίνητο της τράπεζας στάθμευε μπροστά στο σπίτι του, έκανε τον χωρικό να στέλνει εύκολα ένα έμβασμα στην εγγονή του.
Έμπαινε στο ειδικά διαμορφωμένο όχημα, το οποίο διέθετε και «αίθουσα συναλλαγών», και συμπλήρωνε την επιταγή του. Απώτερος στόχος, βεβαίως, της προσπάθειας αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, να βγουν τα μετρητά από τα στρώματα και να πάρουν το δρόμο τους για τα τραπεζικά ταμεία. Δηλαδή, να παύσει ο «στείρος αποθησαυρισμός», όπως έλεγαν τότε, αφού θεωρούσαν ότι αποτελούσε το «καρκίνωμα» της οικονομίας. Ήταν η εποχή που σταθεροποιούνταν το εθνικό νόμισμα και οι καταθέσεις διαρκώς αυξάνονταν. Το 1953 ανέρχονταν σε 3.204.000, για να διπλασιαστούν εντός μίας τριετίας, φτάνοντας τα 6.863.000[1].
Η Εμπορική Τράπεζα, που πραγματοποίησε το επιτυχημένο αυτό εγχείρημα, διέθετε εκείνη την εποχή ήδη 78 υποκαταστήματα σε Αθήνα, Πειραιά και περιφέρεια, και επιχειρούσε σε περιοχές που δεν κάλυπταν τα υποκαταστήματα αυτά. Οπωσδήποτε οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν στα καφενεία των χωριών, με τους ντόπιους άλλοτε να επευφημούν και άλλοτε να σαρκάζουν τη νέα εκείνη πρωτοβουλία που έδινε μία νέα νότα στην τοπική ζωή. Η «τράπεζα με ρόδες» δημιουργούσε νέα δεδομένα. Ήταν αρκετοί εκείνοι που έσπευδαν να εξυπηρετηθούν. Όπως, π.χ., συνέβαινε στην Κερατέα των Μεσογείων, όπου αρκετά ήταν εκείνοι που περίμεναν εμβάσματα από τους περίπου 250 μετανάστες που ζούσαν και εργάζονταν στην Αμερική.
Τα δύο αυτοκίνητα, στην πρώτη δοκιμαστική φάση, κάλυπταν τέσσερα διαφορετικά δρομολόγια. Το ένα ήταν Λιόπεσι, Κορωπί, Μαρκόπουλο, Καλύβια, το δεύτερο Κερατέα, Λαύριο, Ανάβυσσος, Ασπρόπυργος. Το τρίτο κάλυπτε τις περιοχές Ελευσίνα, Μάνδρα, Καλύβια και το τέταρτο Σπάτα, Χαρβάτι, Νέα Μάκρη, Μαραθώνας. Σε κάθε τόπο το αυτοκίνητο στάθμευε μία ώρα και το μεσημέρι διακόπτονταν οι εργασίες για μία ώρα. Έτσι, κάθε δρομολόγιο χρειαζόταν δέκα ώρες για να συμπληρωθεί, οπότε διαρκούσε από τις 8 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα.
Ωστόσο, το εγχείρημα αυτό δεν είχε συνέχεια. Η πρωτοτυπία προφανώς δεν αποδείχθηκε τελεσφόρος και η τράπεζα δεν παράγγειλε τα αυτοκίνητα που σχεδίαζε να προμηθευτεί σε περίπτωση που η πρωτοβουλία της στεφόταν με επιτυχία[2].