Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Σε ολόκληρη τη χώρα, η έλλειψη οργανωμένων τουριστικών υποδομών ευνοούσε ανέκαθεν τις πρόχειρες λύσεις, δίνοντας ευκαιρία στους κατόχους δωματίων να τα παραχωρούν αντί τιμήματος στους ξένους επισκέπτες. Το φαινόμενο ανακόπηκε από τη δικτατορία Μεταξά, η οποία υπήγαγε τα ενοικιαζόμενα δωμάτια στις περί ξενοδοχείων διατάξεις, και βεβαίως επί Κατοχής. Επανήλθε όμως τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, όταν επιδιωκόταν εναγωνίως η εισροή συναλλάγματος από την προσέλκυση τουριστών. Τότε σημειώνεται και το επίσημο ενδιαφέρον για την οργάνωση «ενοικιαζόμενων δωματίων».
Ήδη από το 1948 είχε αρχίσει να εκδηλώνεται κάποια τουριστική κίνηση, παρά το γεγονός των εκκρεμοτήτων που υπήρχαν αφού συνεχιζόταν ο Εμφύλιος. Το 1949 ήταν καλή χρονιά για ολόκληρη την Ευρώπη, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι ιδιαίτερες συνθήκες. Μόνον από την Αμερική έφτασαν 350.000 τουρίστες για να επισκεφτούν τις χώρες του Σχεδίου Μάρσαλ, με τους περισσότερους εξ αυτών να επιθυμούν να επισκεφτούν την Ελλάδα, η οποία όμως δεν είχε τις υποδομές. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι δεν υπήρχαν ξενοδοχεία και γι’αυτό απέφευγαν οι τουρίστες να επισκεφτούν τη χώρα μας.
Τις καλύτερες υποδομές, χωρίς και αυτές να είναι σε άριστη κατάσταση, διέθετε η Ρόδος, στην οποία λειτουργούσαν δύο ξενοδοχεία. Το ξενοδοχείο των «Ρόδων» και το «Θέρμαι» μέσα στην πόλη. Επίσης ξεκίνησε η επισκευή δύο ιταλικών ξενοδοχείων («Έλαφος» και «Ελαφίνα») στον Προφήτη Ηλία, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από την πόλη της Ρόδου και σε υψόμετρο 800 μέτρων. Οφείλουν το όνομά τους σε είδος ελαφιού που ζει στα δάση της περιοχής. Τα δύο αυτά προπολεμικά ξενοδοχεία φάνταζαν εκείνη την εποχή ως μία από τις μοναδικές προτεινόμενες «λύσεις». Κάπως έτσι είχε η κατάσταση και οι υπηρεσίες αναζητούσαν τρόπο να την αντιμετωπίσουν[1].
.
Η κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου ήταν εκείνη που υιοθέτησε τις εισηγήσεις του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) για μία αξιοπρεπή λύση ώσπου να δημιουργηθούν οι απαραίτητες υποδομές. Τα σχέδια ήταν φιλόδοξα και η αμερικανική αποστολή σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση κατάρτιζαν πρόγραμμα ανέγερσης ξενοδοχείων και περιπτέρων τουρισμού σε διάφορους ιστορικής και τουριστικής σημασίας χώρους.
Τότε δημιουργείται το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για τα «ενοικιαζόμενα δωμάτια» με την παραχώρηση κινήτρων στους ιδιοκτήτες τους. Η ρύθμιση εμφανίστηκε με τη μορφή αναγκαστικού νόμου που εκδόθηκε τον Ιανουάριο 1951 με τον τίτλο «Περί εκτάκτων μέτρων στεγάσεως περιηγητών», όπως αποκαλούσαν τους τουρίστες[2].
Οι κανόνες για τη φοροαπαλλαγή των ιδιοκτητών
Με τον έκτακτο νόμο της κυβέρνησης Σοφ. Βενιζέλου επιδιώχθηκε η εξοικονόμηση ευπρεπούς στέγης για τους αλλοδαπούς που επισκέπτονταν τη χώρα μας. Έτσι επιτράπηκε επισήμως να χρησιμοποιούνται δωμάτια ιδιωτικών κατοικιών για τη στέγαση των τουριστών. Επρόκειτο για μια πρόχειρη λύση, γι’ αυτό ο νόμος έσπευδε να ξεκαθαρίσει πως δεν λογιζόταν ως εμπορική πράξη και τα έσοδα των ιδιοκτητών απαλλάσσονταν από κάθε φορολογικό βάρος, όπως και κάθε γραπτή συμφωνία απαλλασσόταν από τα τέλη χαρτοσήμου κ.λπ.[3]
Αλλά για να τύχει ο ιδιοκτήτης των ωφελημάτων των απαλλαγών, έπρεπε να προσφέρει το κατάλυμά του για ενοικίαση τουλάχιστον για 30 ημέρες τον χρόνο σε ξένους επισκέπτες, ασχέτως αν οι χώροι θα χρησιμοποιούνταν. Ακολουθούσε μακρά σειρά διαδικασιών για την υπαγωγή και τον χαρακτηρισμό των ενοικιαζομένων δωματίων από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (περιοχές, τιμές, διαδικασίες εκδόσεως αδειών κ.ά.). Κάθε χρόνο ο ΕΟΤ καλούσε τους ενδιαφερόμενους να συμπληρώσουν αιτήσεις στο γραφείο που στεγαζόταν στον υπόγειο ηλεκτρικό σταθμό της Ομόνοιας. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός των «ενοικιαζομένων δωματίων», όπως έφτασε ως τις ημέρες μας. Ένας θεσμός ο οποίος πριν από 40 χρόνια (1973) κυριάρχησε, αφού σε όλη τη χώρα καταγράφονταν περισσότερα από 33.000 ενοικιαζόμενα δωμάτια που λειτουργούσαν με άδεια του ΕΟΤ και περίπου 17.000 δωμάτια τα οποία λειτουργούσαν χωρίς άδεια!