Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ανάμεσα στους ναούς που κινδύνεψαν με κατεδάφιση τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, ήταν και ο Άγιος Ελισσαίος των Χωματιανών, που γιορτάζει σήμερα. Όπως όλα τα εκκλησάκια των Αθηνών, έτσι και ο Άγιος Ελισσαίος της οδού Άρεως βρέθηκε στο στόχαστρο εκείνων που επιβουλεύονταν την αθηναϊκή γη και τα θρησκευτικά της μνημεία. Εάν ο ιδιοκτήτης μάθαινε τις μεθοδεύσεις και είχε τη δυνατότητα να διεκδικήσει τα πατροπαράδοτα δίκαιά του, αντιμετώπιζε τη διοίκηση που εκμεταλλευόταν τις περιστάσεις για να σφετεριστεί περιουσίες. Οι τελευταίες τις περισσότερες φορές άλλαζαν χέρια μέσω διαδικασιών, οι οποίες έφεραν το προκάλυμμα της νομιμότητας[1].
Ο ναϊσκος του Αγίου Ελισαίου βρισκόταν μέσα στον περίβολο του αρχοντικού που ανήκε στον Σπυρίδωνα Λογοθέτη Χωματιανό, ο οποίος έναν χρόνο προτού φύγει από τη ζωή (1814) πώλησε το ακίνητο στον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο Λογοθέτη Χωματιανό (1793-1822). Η κατοικία βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Θωμά, ένα από τα σημαντικότερα πλατώματα (συνοικίες) της πόλης. Ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Φραγγίσκα (Φρατζέσκα) και απόκτησαν τουλάχιστον έναν γιο, τον Ιωάννη. Χήρα ήδη από ετών η Φρατζέσκα είναι εκείνη που για λογαριασμό της οικογένειας και του ανήλικου ακόμη παιδιού της, θα σπεύσει να διεκδικήσει τα δικαιώματά της επί της εκκλησίας που βρισκόταν μέσα στην αυλή της. Κοντά της πολλοί γηγενείς Αθηναίοι, όπως οι Μιχάλης Μπάρμπανος, Βασίλης Βενιζέλος, Γιαννακός Στάθης κ.ά., οι οποίοι μαρτυρούσαν εγγράφως πως ο ναΐσκος ανήκε στην οικογένεια του μακαρίτη Αλέξανδρου[2].
Πιστοποιούσαν δε ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το εκκλησάκι λειτουργούνταν μόνον αν έδινε εντολή ο αφέντης του σπιτιού και οπωσδήποτε μια φορά την εβδομάδα για να προσεύχονται οι οικείοι του. Μέσα από τη μάντρα και μακριά από τα βλέμματα των Τούρκων. Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας που διαθέτουμε για το αρχοντικό αυτό των Αθηνών. Το ανώγι και το κατώγι με τους σοφάδες τους και τα γιούκα τους, το χαγιάτι με την πέτρινη σκάλα του και από κάτω τέσσερις κάμαρες. Απέναντι, ο μεγάλος οντάς, το μαγειρείο με τον φούρνο του, το πατητήρι, τη στέρνα αλλά και το περιβόλι με τη λεμονιά και τη νεραντζιά του[3].
Αυτά παραπέμπουν στις εποχές που ο Άγιος Ελισσαίος δεχόταν τις προσευχές και τις ελπίδες των πιστών του. Κι ας βρισκόταν απέναντι από το πολύβουο παζάρι των Αθηνών. Όσο για το εκκλησάκι, η κρατική μηχανή μέσω του νομάρχη επέμενε έως και το 1840 πως δεν ανήκε στην οικογένεια των Χωματιανών, όπως και ότι ο Άγιος Σπυρίδων δεν ανήκε στους Χαλκοκονδύληδες. Νέος γύρος συζητήσεων και διαμαρτυρίες εκ μέρους των οικογενειών[4].
Εν τω μεταξύ, ο Ιωάννης Χαλκοκονδύλης, στον οποίο είχε περιέλθει το ακίνητο, ενηλικιώθηκε και ανέλαβε να υπερασπιστεί τα δίκαια της οικογένειας του. Ευτυχώς, για αρκετά εκκλησάκια, τότε σημειώθηκε και σημαντική παρέμβαση της επίσημης Εκκλησίας. Προφανώς και οι ιεράρχες αγανάκτησαν από τη λαίλαπα που έπληττε τον θρησκευτικό μνημειακό πλούτο της πρωτεύουσας. Αψηφώντας λοιπόν όσα ανακριβή και ανυπόστατα έγγραφα παρήγαγε «κατ’ εντολήν» η διοίκηση (νομαρχία), παρεμβαίνει, το 1840, ο επίσκοπος Αθηνών Νεόφυτος (1762-1861). «Εισίν ιδιοκτησία εκ των προγόνων αυτών, αύτη εστίν η αλήθεια» έγραφε ο ποιμενάρχης, δίνοντας τέρμα στις διενέξεις[5]. Ο Άγιος Ελισσαίος γλίτωσε τότε, για να γνωρίσει μεγάλες στιγμές με τους δύο Αλέξανδρους -Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη- αλλά και να υποστεί χειρότερα, αφού κατεδαφίστηκε καταμεσής της Κατοχής. Ο τελευταίος Χωματιανός ήταν αξιωματικός του Οικονομικού Σώματος. Ευτυχώς ολόκληρο το τετράγωνο Άρεως – Αδριανού – Βρυσακίου και Κλάδου προσέλκυσε το ενδιαφέρον της πολιτείας. Απαλλοτριώθηκε και ανακατασκευάστηκε και στεγάζει το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού, που είναι περιφερειακή υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Ο Άγιος Ελισσαίος παραδόθηκε λαμπερός το 2004 και έχει ακόμη πολλά να μας αφηγηθεί για την ιστορία του.