Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πριν καθιερωθεί η αποκαλούμενη «Εργατική Πρωτομαγιά», στο επίκεντρο του εορτασμού των Αθηναίων βρίσκονταν κατεξοχήν τα Πατήσια. Η αποκαλούμενη Αλυσίδα που έκοβε τον δρόμο, όταν περνούσε ασθμαίνοντας το περίφημο θηρίο (ατμήλατος σιδηρόδρομος) προς την Κηφισιά. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να εκστρατεύουν σε πιο μακρινές εξοχές, στη Ραφήνα, στη Βαρυμπόμπη, στον Σκαραμαγκά ή στην Αγία Παρασκευή, περιοχές που ήταν σχεδόν άγνωστες στο ευρύ κοινό μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η φτωχολογιά προτιμούσε την Κολοκυνθού, τους Αμπελόκηπους και οι πιο θαρραλέοι τα Φάληρα για να προϋπαντήσουν τον Μάιο στον Βουρλοπόταμο ή στην Πικροδάφνη.
Ο κύριος όγκος λοιπόν των διασκεδαστών της Πρωτομαγιάς κατευθυνόταν στην Αλυσίδα, όπου όλη την νύκτα της παραμονής στηνόταν πανηγύρι. Ουρές σχημάτιζαν τα κάρα και οι σούστες διασχίζοντας την οδό Πατησίων, έχοντας πάνω τους στοιβαγμένες εργατικές οικογένειες. Οι συρμοί των τραμ με τα οχήματα γεμάτα μέχρι ασφυξίας και ατέλειωτη σειρά από αμάξια με ένα ή δύο άλογα. Τα μόνιππα αποκαλούνταν «μαρίκες» και τα δίϊππα «βιτώριες». Όσοι μπορούσαν να διαθέσουν το ποσό των πέντε ή δέκα δραχμών για να φτάσουν έως τα Πατήσια εννοούσαν να γλεντήσουν τα χρήματά τους[1].
Έτσι καλούσαν τον αμαξά να κάνει «στράκες»! Τι ήταν οι στράκες; Ήταν το χτύπημα με το καμουτσίκι στον αέρα παράγοντας οξύ και ξηρό κρότο που εκνεύριζε τα άλογα που ορμούσαν με δύναμη, κάνοντας εκείνους που παρακολουθούσαν να εντυπωσιάζονται από τη θορυβώδη παρέλαση. Το εισιτήριο του τραμ κόστιζε 25 λεπτά και 35 μετ΄ επιστροφής. Οι Μάηδες, τα στεφάνια, πωλούνταν αποβραδίς από 1,20 μέχρι 2 δραχμές. Τα λιγοστά κέντρα της Αλυσίδας καταλαμβάνονταν σχεδόν εξ εφόδου από νωρίς. Αλλά οι περισσότεροι εορταστές δεν στενοχωρούνταν αφού είχαν πάρει μαζί τους φαγητά, κρασί και μια κουβέρτα που στρωνόταν καταγής.
Επάνω τους στηνόταν το γενναίο γλέντι μέχρι το πρωί. Όσοι διασκέδαζαν κοντά στα πολλά περιβόλια της εποχής αντί για νάρκισσους του ποιητή έδρεπαν σκόρδα και κρεμμύδια που πότιζαν την ατμόσφαιρα με τη δυνατή μυρωδιά τους. Μέχρι εκεί έφταναν και όλοι οι γραφικοί τύποι των Αθηνών προσφέροντας στη διασκέδαση των πανηγυριστών. Η ευθυμία που επικρατούσε ήταν αυθόρμητη και ανεπιτήδευτη. Όλο το βράδυ τραγούδια, παλιές καντάδες, μαντολίνα, κιθάρες και τραγουδάκια από τις επιθεωρήσεις ή από βιεννέζικες οπερέτες.
Ή ακόμη και οι ήχοι της λατέρνας που έδιναν το σύνθημα για ελληνικούς χορούς. Ωστόσο η ζωηρή ευθυμία και το γλέντι δεν ξεπερνούσαν τα όρια της σεμνότητας και δεν ήταν συνήθειες οι εκτραχηλισμοί. Οι νέοι έκαναν διακριτικό κόρτε με τα κορίτσια της παρέας τους, τα οποία δεν άφηναν ούτε τον αστράγαλο των ποδιών τους να εκτεθεί στα αδιάκριτα βλέμματα. Κρυφά γλυκόλογα, λαθραία σφιξίματα των χεριών και αυτό ήταν όλο. Όσο για τα ερωτικά ζευγαράκια, προτιμούσαν να καταφύγουν, με χίλιες προφυλάξεις, στο προστατευτικό σκοτάδι των γύρω χωραφιών, προκειμένου να επιδοθούν σε διαχύσεις.
Εννοείται πως τμήμα τροχαίας δεν υπήρχε τότε, οπότε η κίνηση γινόταν με άναρχο τρόπο. Ωστόσο, μια τόσο μεγάλη έξοδος κατοίκων δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορες τις αρχές που καλούνταν να προστατεύσουν τους πολίτες. Έτσι στα Πατήσια βρίσκονταν και αστυνομικά όργανα με στολή ή πολιτικά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που γίνονταν προληπτικές συλλήψεις ατόμων διότι περιφέρονταν ανάμεσα στους εορταστές «με δολίους δια τα βαλάντιά των σκοπούς», όπως ανέφερε η σχετική είδηση[2]. Κατά τα ξημερώματα άρχιζε η παλίρροια των εορταστών που επέστρεφαν στα σπίτια τους. Η τιμή των Μάηδων είχε ξεπέσει πλέον στα 50 λεπτά και όλοι έσπευδαν να προμηθευτούν ένα στεφάνι για να το κρεμάσουν πάνω από την πόρτα του σπιτιού τους[3]. Ένα ακόμη έθιμο που τείνει να εξαφανιστεί.