Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου συγκέντρωσε στους κόλπους της εξαιρετικά ανομοιογενή πληθυσμό, προερχόμενο από τα διάφορα ελεύθερα ή ακόμη σκλαβωμένα μέρη. Προέκυπταν ωστόσο πολλά ζητήματα ανάμεσα στις αρχές που είχαν αναλάβει την αστυνόμευση της πόλης. Δηλαδή, την Δημοτική Αστυνομία, την Χωροφυλακή αλλά και το Φρουραρχείο.
Το τελευταίο είχε την αρμοδιότητα αστυνόμευσης των εκατοντάδων ανδρών του στρατού οι οποίοι παρεπιδημούσαν στην πρωτεύουσα ή υπηρετούσαν σε μονάδες που λειτουργούσαν εντός ή εκτός της πόλης. Οι εκθέσεις των καθημερινών συμβάντων που συνέτασσαν οι υπεύθυνοι κάθε αρχής αποτελούν σημαντικά τεκμήρια για την κοινωνική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική και στρατιωτική μας ιστορία.
Μαργαριτάρια
Τα… μαργαριτάρια που περιέχουν είναι απολαυστικά αλλά και το περιεχόμενό τους είναι διαφωτιστικό για τη ζωή στην πρωτεύουσα. Μία από αυτές τις εκθέσεις, η οποία συντάχθηκε τον Μάιος 1835, υπογράφει ο «Αρχιφύλαξ της πλατείας», εννοώντας προφανώς της πλατείας Αγοράς (συμβολή Αιόλου και Αδριανού) ανθυπολοχαγός Θ. Κουρούπης. Αναφέρει δύο επεισόδια.
Το πρώτο «εις τα Μπαράγκας του Ορολογίου εις το Κρασοπουλείον ονόματι Νικολής Λέλης». Δηλαδή στις πρόχειρες ξύλινες κατασκευές που στέγαζαν καταστήματα της Αγοράς κοντά στο ρολόι που είχε δωρίσει στην πόλη ο Ελγιν προκειμένου να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για τις συμφορές που είχε προκαλέσει με την αρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Το στειλιάρι
Εκεί έπιναν το κρασί τους ο στρατιώτης Μιχάλης Τζινιάρης με δύο συναδέλφους του. Αφού τα ήπιαν για τα καλά, οι δύο έφυγαν και ο Τζινιάρης που απέμεινε έριξε ένα δεκάλεπτο στο πάτωμα λέγοντας «λάβε τους παράδες σου εις τον κρασοπούλον», όπως αναφέρει τον καταστηματάρχη η έκθεση. Στην επίκληση του μαγαζάτορα πως έπρεπε να πληρώσει και για όσα ήπιαν οι φίλοι του εκείνος αρνήθηκε και τότε άρχισε το πανηγύρι. Ο κάπελας υποβοηθούμενος από φίλους του τάραξαν στις σφαλιάρες τον φαντάρο.
Όταν εκείνος προσπάθησε να τραβήξει σπαθί κυριολεκτικά τον κακοποίησαν χρησιμοποιώντας ένα στειλιάρι. Δεν άργησαν να φτάσουν και οι χωροφύλακες. Άρπαξαν τον στρατιώτη και δέρνοντάς τον αλύπητα τον οδήγησαν στον κοντινό Μενδρεσέ «χωρίς υποκάμισον, τη μεγάλη του στολή ξεσχισμένη, παρομοίως και το βρακί του». Μαθαίνοντας τα τεκταινόμενα ο ανθυπολοχαγός του Φρουραρχείου συνέλαβε πάραυτα τον κάπελα και ζήτησε ανταλλαγή! Πράγματι, οι χωροφύλακες παρέδωσαν τον στρατιώτη στο Φρουραρχείο, το οποίο τους έδωσε τον κάπελα, οπότε έμειναν όλοι ευχαριστημένοι!
Όπου φύγει – φύγει…
Αλλά την ίδια μέρα του 1835 ένα ακόμη επεισόδιο τάραξε την ηρεμία της μικρής πόλης. Στις δέκα το βράδυ «εις το Καφενείον του Σπύρου Κορφιάτη» διασκέδαζε πολύς κόσμος παίζοντας παιχνίδια και ακούγοντας «τρεις Μουζικάντηδες». Ο αξιωματικός του Φρουραρχείου έστειλε έναν δεκανέα για να πει «εις τους παιγνιδιάτορας» ότι η ώρα ήταν περασμένη και έπρεπε να ησυχάσουν. Αλλά εκείνοι ήταν στο… τσακίρ κέφι και έδιωξαν κακήν κακώς τον δεκανέα λέγοντάς του πως δεν είχε καμία αρμοδιότητα. Συνέχισαν έτσι την θορυβώδη διασκέδασή τους. Ο δεκανέας επανήλθε συνοδευόμενος και από στρατιώτες.
Συνέλαβαν τους θορυβοποιούς, έναν από τους μουσικούς και δύο από τους πελάτες που θορυβούσαν. Αλλά στη διαδρομή προς το κρατητήριο έπεσαν πάνω σε περίπολο χωροφυλάκων. Οι τελευταίοι τους κάλεσαν να τους παραδώσουν τους πολίτες διότι δική τους αρμοδιότητα ήταν η προστασία της δημόσιας τάξης. Σε λίγη ώρα περισσότεροι από διακόσιοι άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί παίρνοντας το μέρος της χωροφυλάκων και κάνοντας επιχείρηση για να απελευθερώσουν τους συλληφθέντες. Ακολούθησαν σκηνές απείρου κάλλους, με τους στρατιώτες να το βάζουν στα πόδια και όπου φύγει – φύγει για ν’ αποφύγουν το λιντσάρισμα και πίσω τους δεκάδες πολίτες να τους κυνηγούν φωνάζοντας μέχρι τις ρούγες του Ψυρρή. Έτσι γινόταν η αστυνόμευση στην Αθήνα του 1835.