Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το σημαντικότερο αποκριάτικο γεγονός, στα προπολεμικά χρόνια, ήταν ο «Χορός των Συντακτών», ο οποίος επισφράγιζε τις εκδηλώσεις στην Αθήνα. Ξεκίνησε από ένα χωρατό και μετατράπηκε σε σημαντική πηγή εσόδων για την «Ένωση των Συντακτών». Πλούσια η ιστορία του και περιπετειώδης, αφού ακολούθησε την πορεία των προσπαθειών που κατέβαλαν οι δημοσιογράφοι των Αθηνών για να οργανώσουν τον επαγγελματικό τους φορέα.
Ο Χορός των Συντακτών συνδέεται άμεσα και με τις οργανώσεις των αποκριάτικων εκδηλώσεων στη χώρα μας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ακόμη, διακεκριμένοι δημοσιογράφοι και εκδότες των σημαντικότερων εφημερίδων εμπλέκονταν δραστήρια στην προετοιμασία και τις παρελάσεις των αποκριάτικων αρμάτων στην Αθήνα.
Πήρε το Ταμείο…
Από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα το τμήμα διοργάνωσης εορτών της Μουσικής Εταιρείας πρωτοστατούσε στις αποκριάτικες εκδηλώσεις. Εκείνοι οργάνωσαν την Αποκριά του 1905, η οποία φαίνεται πως δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Παρελάσεις, άρματα, μασκαράδες, έμμετρη σάτιρα και εκατοντάδες καρναβαλιστές περνούσαν από το επίκεντρο του εορτασμού που ήταν η πλατεία Συντάγματος. Για να σατιρίσει την «κρυάδα» οργάνωσης και θεαμάτων, ο πάντα κεφάτος δημοσιογράφος και διευθυντής της εφημερίδας «Σκριπ» Ευάγγελος Κουσουλάκος τέθηκε επικεφαλής ομάδας δημοσιογράφων που παρέλασαν με σηκωμένους τους γιακάδες, ως δήθεν κρυολογημένοι από το θέαμα της παρέλασης.
Ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή όχι εκείνης της διοργάνωσης ακολούθησε κι ένα γεγονός που οδήγησε στη διάλυση της Μουσικής Εταιρείας. Ο ταμίας πήρε το ταμείο και έφυγε! Την επόμενη χρονιά ανέλαβε πρωτοβουλία ο αρτισύστατος Σύνδεσμος Συντακτών και ο διοικών σύμβουλός του, διευθυντής του περιοδικού «Εικονογραφημένη» και αργότερα βουλευτής Ψαρών Δημοσθένης Βρατσάνος. Κάλεσε σε συνέλευση τον Σύνδεσμο, προσκαλώντας τα μέλη του να αναλάβουν ως συντάκτες την οργάνωση του εορτασμού της αποκριάς. Ελλείψει χρημάτων αποφασίστηκε να αναλάβουν μόνο τον μεγάλο χορό της τελευταίας Κυριακής.
Η ΕΣΗΕΑ
Όπερ και εγένετο. Εν μέσω δυσκολιών, χωρίς χρήματα αλλά με απέραντο κέφι. Η παρέμβαση του δαιμόνιου ιμπρεσάριου Απόστολου Κονταράτου ήταν καθοριστική. Βρήκε τον πιλοπώλη Σπυρίδωνα Δαμηλά και τον έπεισε να δανείσει όσα χρήματα χρειάζονταν για την οργάνωση και να τα πάρει μετά το τέλος της μαζί με τα μισά από τα κέρδη. Όπως ήταν φυσικό όλοι οι διευθυντές των εφημερίδων έσπευσαν να στηρίξουν την προσπάθεια, ιδιαιτέρως δε ο Άδωνις Κύρου.
Το κόστος ανήλθε σε 7.500 δραχμές, εισπράχθηκαν συνολικά 12.500 δρχ. και στο ταμείο του Συνδέσμου μπήκαν καθαρά 2.500 δρχ. ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο. Βέβαια πρόσφεραν προσωπική εργασία οι δημοσιογράφοι της εποχής. Άλλος κάρφωνε πατώματα, άλλος έφτιαχνες μάσκες και άλλος κολλούσε τα χαρτιά στα θεωρεία. Εντέλει ο χορός στέφθηκε με επιτυχία και από τότε -1906 έως 1910- οι χοροί πραγματοποιούνταν στο Δημοτικό Θέατρο που βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Κοτζιά. Έπειτα ο Σύνδεσμος Συντακτών διαλύθηκε και ακολούθησαν τα γνωστά εθνικά και πολεμικά γεγονότα. Την τριετία 1911-13 δεν οργανώθηκαν χοροί, για να ακολουθήσει, το 1914, η οργάνωση φιλανθρωπικού χαρακτήρα από τον βουλευτή Κ. Μελά.
Ήταν η χρονιά ίδρυσης της Ενώσεως Συντακτών, της γνωστής μας σήμερα ΕΣΗΕΑ, η οποία στην πραγματικότητα διαδέχθηκε τον Σύνδεσμο Συντακτών. Επειδή θεωρείτο πλέον καθιερωμένο προνόμιο των δημοσιογράφων η οργάνωση του χορού, ορισμένα έσοδα από εκείνη την εκδήλωση, 6.500 δραχμές, δόθηκαν στην νέα επαγγελματική ένωσή τους. Από την επόμενη χρονιά, από το 1915, ο χορός πλέον θα καθιερωθεί για να συνεχίσει το ταξίδι του στον χρόνο τις επόμενες δεκαετίες.
Οι πρώτοι χοροί της δεύτερης περιόδου δίνονταν στο θέατρο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας. Οι τελευταίοι στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, με εξαιρετικά πλούσια οικονομικά αποτελέσματα. Εν τω μεταξύ, από το 1918 ο χορός συνοδευόταν από το έντυπό του. Ήταν «Ο Φανός των Συντακτών», σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Ο 16χρονος Γ. Μόραλης
Άφθονες οι αναμνήσεις των παλαιών δημοσιογράφων για τον χορό τους. Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να λησμονήσουν όσα συνέβησαν το 1932, όταν επιστρατεύθηκε ακόμη και η Σχολή Καλών Τεχνών για την επιτυχία του. Εκείνη τη χρονιά ο χορός έγινε στα «Ολύμπια», οπότε ήταν απαραίτητη η διακόσμηση του θεάτρου. Οι καθηγητές της Σχολής προθυμοποιήθηκαν να συντρέξουν τη συνεργασία και οι σπουδαστές ακόμη περισσότερο, αποβλέποντας κυρίως στο κέφι και την ηθική αμοιβή παρά στα μικρά χρηματικά βραβεία που αθλοθέτησε η «Ένωσις Συντακτών».
Το αποτέλεσμα υπήρξε μοναδικό, όπως αναμενόταν. Έλαβαν μέρος είκοσι σπουδαστές και υποβλήθηκαν πολλές μακέτες που συνοδεύονταν από μικρά ομοιώματα του θεάτρου! Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε ποιοι ήταν οι σπουδαστές που συμμετείχαν σ’ εκείνη την δράση. Δύο εξ αυτών σκέφτηκαν να σχεδιάσουν την «Παλιά Αθήνα». Ήταν ο 16χρονος Γιάννης Μόραλης και 25χρονος γαμπρός του και ζωγράφος Ιωάννης Γεωργιόπουλος! Κανείς εξ όσων συμμετείχαν στην «Κριτική Επιτροπή» που τους απένειμε το πρώτο βραβείο δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι δύο αυτοί νέοι επρόκειτο να εξελιχθούν σε επιφανέστατες φυσιογνωμίες της ελληνικής καλλιτεχνικής ζωής.
Το δεύτερο βραβείο απονεμήθηκε σε έναν σπουδαστή που σχεδίασε την αίθουσα των Ολυμπίων με τον τίτλο «Μια βραδυά χωρίς κρίση», εννοώντας βεβαίως την σφοδρή οικονομική κρίση την οποία βίωνε και τότε ο ελληνικός λαός. Δεν ήταν άλλος από τον πασίγνωστο τις επόμενες δεκαετίες γελοιογράφο Σταμάτη Πολενάκη. Το τρίτο βραβείο εδόθη στον σπουδαστή που επέλεξε να παρουσιάσει ως θέμα «Το άντρον της μαγίσσης» και ήταν ο 19χρονος Λάζαρος Λαμέρας. Το «1000 μετά Χριστόν» ήταν το θέμα της τέταρτης προτάσεως που βραβεύθηκε και ανήκε σε δύο σπουδαστές, στον 26χρονο Δημήτριο Κεντάκα και στον 23χρονο Αργύρη Στυλιανίδη!
Βραβεία και Παλιά Αθήνα
Τέτοιες συμμετοχές έκρινε η Επιτροπή που είχε ορισθεί από την «Ένωση Συντακτών» και η οποία φυσικά «ευρέθη εις δύσκολον θέσιν διότι τα υποβληθέντα σχέδια ήσαν καλλιτεχνικώτατα και διακοδμητικώτατα». Έτσι βράβευσε τις τέσσερις προτάσεις που προαναφέρθηκαν αποφασίζοντας εν τέλει να εφαρμόσει το σχέδιο «Παλιά Αθήνα» των Γ. Μόραλη και Ι. Γεωργιόπουλου. Το θέατρο μεταβλήθηκε σε παλιά Αθήνα και η είσοδος της πλατείας σε αθηναϊκή πόρτα με κληματαριά. Η σκηνή παριστούσε τα Αναφιώτικα, με την Ακρόπολη στο βάθος, με τα παλαιά σπίτια και δύο παραδοσιακά φανάρια αθηναϊκών δρόμων στις δύο πλευρές της σκηνής.
Στην κάτω βάση των θεωρείων συνέχιζαν τα παλιά σπίτια, με όλα τα χαρακτηριστικά, τις αυλές και τα δένδρα τους τα οποία υψώνονταν μέχρι τα θεωρεία της δεύτερης σειράς. Στο βάθος του εξώστη του αμφιθεάτρου εικονιζόταν ο Λυκαβηττός με τις συνοικίες στις υπώρειές του, ενώ διάφορα παλιά αθηναϊκά μοτίβα συνέδεαν όλα τα τμήματα μεταξύ τους.
Έτσι δημιουργικά κυλούσαν τα χρόνια και ο «Χορός των Συντακτών» σε συνδυασμό με το «Λαχείον των Συντακτών» εισέφεραν τα μέγιστα στην καλυτέρευση της ζωής και της περίθαλψης των Ελλήνων δημοσιογράφων. Μεταπολεμικά ο «Χορός των Συντακτών» συνεχίστηκε για λίγα χρόνια, χωρίς ωστόσο τη λάμψη του Μεσοπολέμου. Η διοργάνωση έσβησε οριστικά στις αρχές της δεκαετίας 1950.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 20 Φεβρουαρίου 2015