Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το πραγματικό του όνομα ήταν Αγγελής Μιχαλόπουλος, αλλά όλοι τον γνώριζαν ως Βίτο. Υπήρξε ένας από τους πλέον δεινούς φαρσέρ της νεότερης ιστορίας της πόλης των Αθηνών και συναγωνιζόταν τον περίφημο Ψευτοθόδωρο. Μετρίου αναστήματος, ξανθός, με ήρεμη φυσιογνωμία, είχε την όψη αγαθού αστού και έμοιαζε περισσότερο με δημόσιο υπάλληλο που περνούσε τη ζωή του στο σκονισμένο γραφείο κάποιου υπουργείου. Αλλά δεν είχαν έτσι τα πράγματα. Μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στο πολιτικό γραφείο του Αντωνίου Ζυγομαλά (1854-1930), του οποίου ήταν πολιτικός φίλος και στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος και της Ομόνοιας, μηχανευόμενος πάντα κάποια φάρσα και χωρίς ποτέ να λάβει υπόψη του τις επιπτώσεις.
Δεινός κυνηγός ο Βίτος, σύχναζε στο «Καφενείον των Κυνηγών», στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ήταν περίοδος ορτυκιού, φτερό όμως δεν εμφανιζόταν. Μόνον κάποιος Ραπτάκης επέστρεφε με πουλιά. Ο Βίτος πληροφορήθηκε πως αγόραζε τα ορτύκια από κάποιον χωρικό. Τον εντόπισε στο Παλαιό Φάληρο και τον έπεισε, προφανώς δίνοντας και το απαραίτητο ρεγάλο, να τον αφήσει να… τοποθετήσει στο αυτονόητο μέρος χαρτάκια στα πουλιά. Επέστρεψε στο καφενείο και περίμενε. Ο Ραπτάκης εμφανίστηκε πάλι καμαρωτός. «Πως τα πήγες σήμερα;». Τον ρώτησαν οι άλλοι κυνηγοί. «Λαμπρά, χτύπησα επτά ορτύκια», απάντησε ο Ραπτάκης.
Τότε ο Βίτος πήρε στα χέρια του και επεξεργαζόταν τα πουλιά. Τα πίεζε στην κοιλιά, τα έφερνε από ‘δώ, τα πήγαινε από ‘κει και να βγαίνει το πρώτο χαρτάκι από ένα. Επιδεικτικά ανοίγει το μικρό σημείωμα ο Βίτος και διαβάζει δυνατά «Δεν με εσκότωσεν ο Ραπτάκης»! Ανοίγει το δεύτερο «Ο Ραπτάκης δεν σκότωσε ποτέ του πουλί» και το τρίτο «Μη πιστεύετε τον Ραπτάκη είναι αθώος του αίματός μου»! Ακολούθησε απίστευτη καζούρα, όλοι υποπτεύθηκαν την… θαυματουργό χείρα του Βίτου, ο οποίος παρακολουθούσε το συμβάν δήθεν με απορία. Όσο για τον Ραπτάκη το φύσαγε και δεν κρύωνε και έκανε καιρό να ξαναπεράσει από το καφενείο.
Σε μία από τις φάρσες του Βίτου οφείλεται και η γέννηση της λέξης πλαστοπροσωπία (1885-86), όπως τουλάχιστον βεβαιώνουν όλοι όσοι ασχολήθηκαν με τη μεγαλειότητά του, κυρίως δε ο Θ. Βελλιανίτης. Ήταν περίοδος σφοδρής εκλογικής διαμάχης και ο Αναστάσιος Γεννάδιος (1840-1911) με τις ομιλίες του ξεσήκωνε τον κόσμο και φαινόταν πως όχι μόνον θα επικρατούσε και θα εκλεγόταν βουλευτής στην Αττική, αλλά θα πρωταγωνιστούσε γενικότερα στις εξελίξεις. Τότε συνέλαβε μία ακόμη φάρσα του ο Βίτος, ο οποίος ήθελε να αποτύχει ο Γεννάδιος που ήταν ιδιαίτερα αγαπητός και γνωστός στην Αθήνα και στον Πειραιά, όχι όμως και στους γύρω αγροτικούς δήμους.
Φόρεσε ρεντιγκότα ίδια με του Γεννάδιου και ημίψηλο καπέλο, σήκωσε τα μουστάκια του προς τα πάνω όπως εκείνος, φόρεσε και το μονύελο στο δεξί μάτι και άρχισε τις περιοδείες στα χωριά. Ούτε λίγο, ούτε πολύ έλεγε στους ψηφοφόρους πως θα εκλεγόταν σίγουρα με τους ψήφους των Αθηναίων και των Πειραιωτών και πως δεν ήθελε κουμπαριές και κομματάρχες. Επίσης ότι η πόρτα του θα ήταν κλειστή στα ρουσφέτια! Δεν άφησε χωριό για χωριό της Αττικής ο αθεόφοβος Βίτος, οδηγώντας εντέλει τον υπερήφανο Γεννάδιο σε παταγώδη αποτυχία! Οι εκ των υστέρων διαμαρτυρίες του έπεσαν στο κενό. Το μόνο θετικό που προέκυψε από αυτή την ιστορία ήταν το γεγονός πως γεννήθηκε μια νέα λέξη. Ο μορφωμένος πανεπιστημιακός καθηγητής χαρακτήρισε την πράξη του Βίτου πλαστοπροσωπία και η λέξη περιλήφθηκε στο λεξικό του Στέφανου Κουμανούδη παίρνοντας τη θέση της στη νομική μας ορολογία.