Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Υπάρχουν συνήθειες της καθημερινότητάς μας που δεν γνωρίζουμε πότε και πώς καθιερώθηκαν. Όπως είναι το καλαμάκι, με το οποίο απολαμβάνουμε το αναψυκτικό ή τον καφέ μας και το ξυλάκι των παγωτών. Κάποτε δεν ήταν τόσο κοινά και τόσο διαδεδομένα. Το καλαμάκι μας ήρθε από την Ευρώπη και πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 1888, ως καινοτομία αριστοκρατικής χρήσης[1]. Εισήχθη σε ένα από τα πλέον γνωστά καφενεία της εποχής, το περίφημο Καφενείο του «Γιαννάκη», στο Σύνταγμα, το οποίο συγκέντρωνε τον πιο εκλεκτό και ζωηρό κόσμο της εποχής.
Η είδηση που αναγραφόταν στις εφημερίδες ανέφερε πως «νέα προσετέθη απόλαυσις περί της οποίας ομιλούσιν ενθουσιωδώς οι πολυπληθείς πελάται του ζαχαροπλαστείου». Η νέα απόλαυση, σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα, «συνίσταται εις μικρά εξ αχύρου σωληνάρια, διά των οποίων ροφάτε το σιρόπι σας ή το παγωτόν σας, ήσυχα-ήσυχα, διά τρόπου, όστις, ενώ προξενεί ευχαρίστησιν, συντελεί τα μέγιστα και εις την υγείαν»[2]! Τα πρώτα καλαμάκια ήταν αχυρένια εξωτερικά και είχαν εσωτερικά πεπιεσμένο χαρτί.
Άλλο πάλι δημοσίευμα ήθελε τα καλαμάκια να είναι «ένας διασκεδαστικώτατος, καινοτρόπος και τερψιλαρύγγιος ναργιλές»! Οι σχετικές διαφημίσεις πλημμύρισαν με κόσμο τα καθίσματα του «Γιαννάκη», οπότε σημειώθηκαν και οι απαραίτητες σε τέτοιες περιπτώσεις αντιδράσεις. Ξεφύτρωσαν εχθροί του νεωτερισμού φωνάζοντας και διαμαρτυρόμενοι πως τα «καλαμάκια διαφθείρουσι το φρόνημα και δεν αρμόζουν εις τους απογόνους του Μιλτιάδου και του Κανάρη»[3]!
Οι συζητήσεις διαδέχτηκαν η μία την άλλη, η Αστυνομία κλήθηκε να απαγορεύσει τον νεωτερισμό, ενώ δεν έλειψαν και οι αναφορές στις συνήθειες του Παρισιού και του Λονδίνου. Μέχρι επερώτηση στη Βουλή ετοιμάστηκε. Σιγά-σιγά τα καλαμάκια απέβαλαν το εξωτερικό αχυρένιο περίβλημά τους και κατέβηκαν από τον αριστοκρατικό τους θώκο για να φθάσουν στις ημέρες μας πλαστικά και πάμφθηνα.
Όσο για το αγαπημένο σε παιδιά και μεγάλους ξυλάκι των παγωτών προκάλεσε αντιδράσεις όταν πρωτοεμφανίστηκε. Μέχρι και αντικείμενο δίκης έγινε το 1933. Διότι μία από τις πιο γνωστές ελληνικές εταιρείες παγωτών, η οποία είχε φροντίσει να πάρει και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, μήνυσε τους άλλους παγωτοποιούς επειδή χρησιμοποιούσαν και εκείνοι το ξυλάκι. Η εταιρεία ζητούσε να απαγορευθεί η χρήση του από κάθε άλλον.
Οι αντίδικοι υποστήριζαν πως το δικαίωμα της εταιρείας ήταν αστήρικτο, αφού πολλά χρόνια το ξυλάκι χρησιμοποιούσαν οι στραγαλατζήδες στα γνωστά ζαχαρωτά κοκοράκια. Στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που εκδικαζόταν η υπόθεση παρευρέθηκαν και οι παγωτοποιοί, δηλαδή οι εκπρόσωποι των εταιρειών που έφτιαχναν παγωτά, όπως ο «Χελμός», τα «Βαλκάνια» κ.ά. Είχαν προσέλθει «οπλισμένοι» με ιστορικά στοιχεία.
Όπως ήταν ευνόητο, η δίκη προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον του κοινού, ενώ τα καλαμπούρια έρρευσαν άφθονα κατά την διάρκεια της δίκης δροσίζοντας το πολυπληθές ακροατήριο. «Άνθρωποι απελέκητοι έδωκαν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε πελεκημένο ξύλο» είπε ένας από τους συνηγόρους καταπολεμώντας την ευρεσιτεχνία, ενώ το ενδιαφέρον τράβηξε ένα ξυλάκι με κοκοράκι που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. Όμοιο και απαράλλακτο με εκείνο της εταιρείας παγωτών. Αποκαλύφθηκε δε, πως εφευρέτης ήταν κάποιος μπάρμπα-Θανάσης από το Καρπενήσι, ο οποίος πρώτος είχε χρησιμοποιήσει ξυλάκι για να προσφέρει τα ζαχαρένια κοκοράκια του.
Εξάλλου και οι δικαστές παραδέχθηκαν πως τα θυμούνταν. Άλλος δε υποστήριξε, πως στην Αμερική ήταν από πολλών ετών γνωστά τα «άις κρήμ» με ξυλάκι. Εξάλλου, προέκυπτε κοινωνικό ζήτημα, αφού αν δικαιωνόταν η εταιρεία, θα έμεναν άνεργοι περισσότεροι από 2.000 επαγγελματίες που πωλούσαν παγωτά. Η κατηγορία ανατράπηκε, οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, τα κοκοράκια καταναλώθηκαν και το ξυλάκι συνεχίζει ελεύθερα τη διαδρομή του στον κόσμο του παγωτού. Λίγα χρόνια αργότερα νέες συζητήσεις ξέσπασαν, όταν κυκλοφόρησε η είδηση ότι οι εταιρείες μάζευαν και ξαναχρησιμοποιούσαν τα ξυλάκια των παγωτών[4].