Πως εμπόριο και ναυτιλία στήριξαν την Εθνεγερσία: Το υπέροχο δίκτυο στο γύρισμα 18ου – 19ο αιώνα

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Οι μελετητές της Ελληνικής Ιστορίας διαπιστώνουν ότι το εμπορικό πνεύμα υπήρξε από αρχαιοτάτων χρόνων συμφυές προς την φύση και την εργατικότητα του Έλληνα. Τα πλουτοπαραγωγικά χαρίσματά του. Το πνεύμα του συνεταιρισμού, της οικονομίας και του γεωργικού ζήλου αναζωπύρωναν καθ’ όλη την μακρά δουλεία τον Ελληνισμό που δοκιμαζόταν σκληρά. Όποτε οι περιστάσεις επέτρεπαν κάποια υλική ευημερία, παρεχόταν η απαραίτητη ενίσχυση της Παιδείας, η οποία μαζί με την Εκκλησία συγκρατούσαν και ζωογονούσαν το Ελληνικό Έθνος.

Υδραίος ναυτικός. Λιθογραφία Louis Dupré (1825).

Φαινόμενο

Ολόκληρη η Ευρώπη έμεινε εκστατική βλέποντας την Ελλάδα διά μιας να εμφανίζεται στην διεθνή σκηνή εφοδιασμένη με ηθικοπνευματικά και υλικά μέσα τα οποία οι Ευρωπαίοι αλλά και οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να φανταστούν. «Η αναγέννηση της Ελλάδας είναι φαινόμενο· πιθανώς η Ιστορία δεν θα συναντήσει δεύτερο τέτοιο φαινόμενο το οποίο μόνον η έξοχη ζωτικότητα μπορεί να ερμηνεύσει», έγραψε ο φιλέλληνας αντιναύαρχος και ακαδημαϊκός Jean Pierre Edmond Jurien de la Gravier (1812-1892)[1].

Παρά την καταπίεση, την έλλειψη ασφάλειας και την δέσμευση κάθε παραγωγικής δραστηριότητος και σε πείσμα της βαρύτατης και εξευτελιστικής φορολογίας, ο Έλληνας δεν απώλεσε την πλουτολογική του επιδεξιότητα. Και όταν εύρισκε πρόσφορο έδαφος στο εξωτερικό ή σε προνομιούχες ορεινές ή ημι-ορεινές περιοχές της πατρίδας του ανέπτυσσε αξιοθαύμαστη ζωτικότητα που επιβραβευόταν ανάλογα. Απόδειξη είναι ο σεβαστός αριθμός πλουσίων ομογενών εμπόρων πριν από την Εθνεγερσία και η ακμή τόσων ελληνικών εμπορικών οίκων στο εξωτερικό.

Η πόλη και το λιμάνι της Σύρου (χαρακτικό 19ου αιώνα).

Ομογενείς

Ο Στέφανος Παλαιολόγος και Τζωρτζής Ψύχας στην Ολλανδία. Ο Γεώργιος Δρόσος, ο Ιωάννης Σταματάκης και υιοί και ο Στέφανος Μπρίτζης στο Λιβόρνο.  Ο Αλέξιος Σαρηγιάννης και οι αδελφοί Κατράκου στην Τεργέστη. Ο Ζώης Καπλάνης και οι αδελφοί Ζωσιμάδες στην Μόσχα και στην Ιταλία. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας στην Αλεξάνδρεια. Ο Γεώργιος Σίνας στην Βιέννη και ο Καλλέργης στην Πετρούπολη. Ατελείωτος κατάλογος και επιτυχημένες φυσιογνωμίες διεσπαρμένες στα μεγάλα εμπορικά και ναυτικά κέντρα. Ο πρώτος των προαναφερθέντων, ο Στ. Παλαιολόγος, πρωτοστάτησε στην οικονομική ενίσχυση του αγώνος και διατηρούσε επαφές με τον Αδαμάντιο Κοραή και το δίκτυο της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Ιωάννης Σταματάκης στο Λιβόρνο, μυημένος στην Φιλική Εταιρεία, ήταν από τους πρώτους που έλαβαν επιστολή (8 Ιανουαρίου 1821) από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη για την προετοιμασία της απελευθερωτικού αγώνα[2]. Ο Ζώης Καπλάνης μπορεί να είχε φύγει από την ζωή από το 1806, είχε ωστόσο φροντίσει να αφήσει τον πλούτο του παρακαταθήκη για την ανάπτυξη της παιδείας σε ελληνικές περιοχές.

Υδραίος ναυτικός.

Κραταιός Ελληνισμός

Πρέπει να επισημανθεί πως ο αντίκτυπος που είχε το Κίνημα όταν ξέσπασε στην Μολδοβλαχία και γενικότερα η Επανάσταση του 1821 ήταν διαφορετικός στους Έλληνες του εξωτερικού. Επίσης δεν ανταποκρίθηκαν όλοι στο κέλευσμα της πατρίδας. Αναφερόμαστε ενδεικτικώς στους Έλληνες της Βιέννης. Στην ιστορική εκείνη εποχή άλλοι έδειξαν δειλή και επιφυλακτική στάση, άλλοι φάνηκαν καιροσκόποι και άλλοι αντιδραστικοί. Υπήρξαν όμως και εκείνοι που αναδείχθηκαν σε εθνικές φυσιογνωμίες. Ο Σίμων Σίνας, ο Γεώργιος Σταύρου, ο Θεόδωρος Μανούσης, ο Πανταλέων Βλαστός και πολλοί ακόμη που συνέβαλαν ηθικά και υλικά.

Καταβάλλοντας χρηματικά ποσά, στέλνοντας πολεμιστές και πολεμοφόδια, αλληλογραφώντας με άλλους οργανωτές και βοηθούς του Αγώνος. Στον καθένα εξ αυτών οφείλουμε ιδιαίτερα αφιερώματα. Ή ορθότερα απαιτείται η σύνταξη μιας εγκυκλοπαίδειας με τίτλο «Κραταιός Ελληνισμός» για να συμπεριληφθούν, όλοι όσοι δραστηριοποιήθηκαν εμπορευόμενοι στη θάλασσα και την ξηρά, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές δίκτυο. Το δίκτυο αυτό, όπως αποδείχθηκε, ενίσχυσε καθοριστικά την εθνική υπόθεση.

Ελληνικό κανονιοφόρο (1834), Ακουαρέλα Ludwig Köllnberger (1811-1892).

Υπό ρωσική σημαία

Ευτυχής υπήρξε η υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή με την οποία κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες. Οπότε αναδείχθηκαν τα άνυδρα νησιά του Αιγαίου σε μεγάλα ναυπηγικά, ναυτιλιακά και εμπορικά κέντρα. Μετά το 1774 καλύφθηκαν ο Εύξεινος και η Προποντίδα από ελληνικά εμπορικά πλοία των νήσων του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους. Οι Έλληνες ναυτικοί, έχοντας πλέον το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας υπό ρωσική σημαία, διεξήγαγαν το εμπόριο σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Μεσόγειο.

Σύντομα, από τις μικρές κοινότητες των ελληνικών νησιών δημιουργήθηκε μεγάλος στόλος με έμπειρα πληρώματα. Συσσωρεύθηκε μεγάλος πλούτος που διατέθηκε απλόχερα στον μεγάλο σκοπό του Έθνους. Όπως έγραψε ο Στρατής Γ. Ανδρεάδης «αι πλήρεις αργυρών ταλήρων δεξαμεναί έγιναν πυρίτις, βόμβαι, πυροβόλα και μισθοί ναυτών»[3].

Ελληνικά πλοία έξω από το Μεσολόγγι από τις συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.

Ναυτιλία

Ενδιαφέροντα στοιχεία περιέχει υπόμνημα που έστειλε το 1803 ο Αδαμάντιος Κοραής προς τον «Σύλλογον των Παρατηρητών του Ανθρώπου» στο Παρίσι. Ανέφερε ότι η ελληνική εμπορική ναυτιλία διέθετε στις αρχές του 19ου αιώνος, 556 ποντοφόρα σκάφη, χωρητικότητας 131.410 τόννων, με 16.131 αξιωματικούς και ναύτες και εξοπλισμένα με 5.152 κανόνια[4]! Αυτά και μόνον τα στοιχεία ίσως είναι ικανά να αποδώσουν σαφή ιδέα της ακμής της εμπορικής ναυτιλίας κατά τις παραμονές του αγώνα.

Επιβεβαιώνεται έτσι και ο Πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα, ο οποίος ανέφερε ότι το 1813 και μόνον σε Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Σκόπελο, Μύκονο, Καστελόριζο, Άνδρο και Γαλαξείδι είχαν 417 πλοία, με 11.085 πλοιάρχους και ναύτες και 4732 κανόνια! Ιδιαίτερα αξιόλογος είναι και ο τρόπος διεξαγωγής του εμπορίου πριν από την Επανάσταση. Κυρίως του εισαγωγικού εμπορίου. Η διεξαγωγή του από τους πλοιοκτήτες, με την συνδρομή των κεφαλαιούχων και των πληρωμάτων τους, συνενωμένων σε εταιρείες που λειτουργούσαν με συνεταιριστικό πνεύμα, συνέβαλαν στον γρήγορο και ευρύ πλουτισμό των νησιών.

 

Αέναη ζωτικότητα

Οι Έλληνες ναυτικοί και έμποροι μετέφεραν στα διάφορα λιμάνια εμπορεύματα κάθε προελεύσεως. Πρωτίστως όμως σιτηρά κατά την διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων. Οι έμποροι – μεταπράτες του εσωτερικού αγόραζαν τα εμπορεύματα από τα κυριότερα ναυτιλιακά κέντρα. Ιδιαίτερη εμπορική ακμή σημειώθηκε κατά την Επανάσταση και τα χρόνια που ακολούθησαν στην Σύρο. Διότι εκεί από την αρχή της Επαναστάσεως επικρατούσε κάποια σχετική ασφάλεια και χρησίμευε ως ήσυχο καταφύγιο πολλών δραστήριων εμπόρων της Χίου, της Σμύρνης, των Κυδωνιών και της Κρήτης.

Μετέτρεψαν την Σύρο στο πρώτο εμπορικό λιμάνι της νεώτερης Ελλάδος. Όπως έγραψε το 1834 ο Anselm Andreas Caspar Cammerer (1781-1837) περί του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδος, το 1831 η αξία των εξαγωγών είχε ανέλθει σε 6.741.000 φράγκα και η αξία των εισαγωγών σε 27.781.600 φράγκα. Εισάγονταν σιτηρά, ζώα, ζάχαρη, καφές, μπαχαρικά, υφάσματα, όπλα, έπιπλα, χαρτί και υαλουργήματα. Εξάγονταν οίνος, σύκα, σταφίδες, ελαιόλαδο, έρια και βαμβάκι, καπνός, τυροκομικά είδη, ερυθρόδανο (ριζάρι) και ψάρια[5].

Έτσι διαπιστώνεται η αέναη ζωτικότητα της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, η οποία παρά τις δυσμενείς διεθνείς και εγχώριες συνθήκες συνεχίζει να ακμάζει και να προσφέρει τα μέγιστα στην χώρα, συνεχίζοντας την μακραίωνη παράδοση. Μια παράδοση που μας κάνει όλους υπερήφανους.

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 19 Φεβρουαρίου 2021

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η ελληνική εκπαίδευση το επαναστατικό έτος 1825

ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Η ελληνική εκπαίδευση το επαναστατικό έτος 1825

Όταν το ΝΑΤ σχεδίαζε την πρώτη δεξαμενή πλοίων στον Πειραιά (1870)

ΝΑΥΤΙΛΙΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Όταν το ΝΑΤ σχεδίαζε την πρώτη δεξαμενή πλοίων στον Πειραιά (1870)

Όταν ναυλοχούσε ο αγγλικός στόλος στις Σπέτσες

Δήμος Σπετσών

Μεταβείτε στο άρθρο: Όταν ναυλοχούσε ο αγγλικός στόλος στις Σπέτσες