Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είναι πολλά τα κείμενα που μας περιγράφουν όσα συνέβησαν και επηρέασαν την εικόνα και τη λειτουργία της πόλης των Αθηνών τις τρεις πρώτες δεκαετίας του 20ού αιώνα. Όταν η νεοκλασική και λαμπερή Αθήνα παρέδιδε τα σκήπτρα στην πόλη που κλήθηκε να υποδεχθεί τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Επεκτάθηκε αλόγιστα και χωρίς πρόγραμμα προς κάθε κατεύθυνση, παρουσίασε στοιχεία κάμψης και παρακμής και αποτέλεσε αντικείμενο υπερβολικής εμπορευματοποίησης. Τη μεγάλη αυτή αλλαγή προσπάθησε να αποδώσει με έναν ευρηματικό τρόπο ο Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης δημοσιεύοντας ένα ηθογραφικό διήγημα το 1925. Εύστροφος και εύστοχος δημιούργησε έναν τύπο, τον Σαράντη Σαρανταυγά, τον οποίο τοποθέτησε πρωταγωνιστή στο διήγημά του[1].
Ο πρωταγωνιστής λοιπόν, ο Σαρανταυγάς, κλήθηκε να αφηγηθεί τι συνέβαινε τότε στην Αθήνα. Με τα δικά του μάτια να αποτυπώσει τις αλλαγές που είχαν επέλθει από την εποχή των Βαλκανικών και του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1920. Δεν γνωρίζουμε από που εμπνεύστηκε τον πρωταγωνιστή του ο Ανδρουλιδάκης. Το Σαρανταυγάς, ως παρατσούκλι, χρησιμοποιείται τουλάχιστον σε μία περίπτωση της Κρήτης, αλλά δεν γνωρίζουμε επίσης ποιος το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά. Εν πάση περιπτώσει ο Σαρανταυγάς της ιστορίας μας ήταν γηγενής Αθηναίος και αρρώστησε σοβαρά.
Οι γιατροί του συνέστησαν, αν ήθελε να ζήσει, να πουλήσει τα υπάρχοντά του και να εγκαταλείψει την πόλη για να κατοικήσει σε ένα ψηλό βουνό. Τι να κάνει κι εκείνος; Πούλησε τα υπάρχοντά του, άφησε το σπιτάκι του στα Πετράλωνα σ’ ένα παλιό υπηρέτη του και έφυγε για νησί. Μια δεκαετία ολόκληρη φαίνεται πως έμεινε μακριά από την Αθήνα. Επέστρεψε στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Είχαν όμως τόσο αλλάξει τα πράγματα όταν γύρισε, ώστε δυσκολεύτηκε να εντοπίσει το σπιτικό του. Από εκεί αρχίζουν οι περιπέτειές του.
Το πρωί κίνησε για να πάει μια βόλτα στο κέντρο. Εκεί ο Σαρανταυγάς σταυροκοπιόταν βλέποντας τις μεγάλες αλλαγές. Δεν ήταν μόνον τα σπίτια που είχαν πληθύνει. Ο τόπος είχε γεμίσει από τροχοφόρα και η κίνηση ήταν τόση ώστε κάποια στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Καινούργια μαγαζιά, καρότσια με τρόφιμα, άλλοι άνθρωποι στην αγνώριστη αγορά των Αθηνών, νέες συνήθειες στις αγοραπωλησίες. Τα πάντα αλλαγμένα.
Και ο περίεργος τύπος με τη στολή που έβλεπε να τριγυρνά στην αγορά και να ελέγχει τα πάντα ήταν ο αστυφύλακας, αφού εν τω μεταξύ είχε ιδρυθεί η Αστυνομία Πόλεων. Κοσμογονικές αλλαγές. Ήταν μάλιστα γιορτινές ημέρες και τίποτε δεν του θύμιζε τις παλιές ημέρες και τις γνώριμες συνήθειες. Η κοινωνική σύνθεση ήταν διαφορετική, η οικονομία της πόλης είχε αποκτήσει άλλους ρυθμούς και συνήθειες, όπως εξάλλου και οι άνθρωποι.
Έκανε να πάει προς την οδό Αιόλου πιστεύοντας πως εκεί τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Τα ίδια όμως και χειρότερα. Η νωχελική καθημερινότητα ήταν πλέον παρελθόν. Το μικροεμπόριο και οι νέες ταχύτητες είχαν θρονιαστεί σε όλους τους δρόμους. Μεγάλες οι αλλαγές και στην οδό Ερμού. Τα προϊόντα, από γραβάτες μέχρι κάλτσες, δεν είχαν πλέον την παλιά ποιότητα και οι βιτρίνες πρωταγωνιστούσαν στα μάτια του περαστικού. Αγνώριστη και η πλατεία Μοναστηρακίου. Βοές αυτοκινήτων, φωνές και φασαρία. Ένιωθε πλέον πως όλα τον κυνηγούσαν. Γέμισε θλίψη η ψυχή του. Η νέα εικόνα δεν ήταν εκείνη που νοσταλγούσε. Παρά το γεγονός ότι είχε ξεκινήσει για να ψωνίσει στην αγορά, γύρισε σπίτι του, με άδεια χέρια. Ο παλιός υπηρέτης τον είδε έκπληκτος. Αλλά ο Σαρανταυγάς δεν είπε κουβέντα. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και ενώ ο κόσμος έξω γιόρταζε εκείνος έβαλε τα κλάματα. Δεν ήταν αυτή πλέον η δική του Αθήνα!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018