Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Θρύλοι και παραδόσεις χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, αφήνοντας ωστόσο πίσω τους ιστορίες υπερδιογκωμένες και συνοδευμένες με δεισιδαιμονίες και παραδοξολογίες. Αυτό ισχύει και για το «στοιχειωμένο χάλασμα του Μαρουσιού», όπως επί ενάμιση περίπου αιώνα αποκαλούσε ο κόσμος ένα χαμόσπιτο στην άκρη του περίφημου κτήματος Συγγρού. Επισήμως την ιστορία έφερε στην επιφάνεια το 1913 ο Γ. Κοτζιάς, γόνος ντόπιας οικογένειας και τη διατήρησε στην επικαιρότητα, γράφοντας περί αυτής περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους.
Ο Σκωτσέζος Σκιν
Μας δίδεται λοιπόν η ευκαιρία να αναφερθούμε σ’ αυτήν αποκαθιστώντας ονόματα και ημερομηνίες και γράφοντας μία από τις σελίδες της ιστορίας των γνωστών μας Αναβρύτων. Όλα ξεκίνησαν με μία αγορά που πραγματοποίησε το 1833 ο Σκωτσέζος Ερρίκος Ιακώβου Σκιν, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη Ραλλού Ρίζου Ραγκαβή. Αποκαλύπτουμε λοιπόν, βάσει επίσημων εγγράφων αγοραπωλησίας, ότι αυτός αγόρασε πολλά περιβόλια και μικρά κτήματα, δημιουργώντας τη μεγάλη έκταση η οποία κατέληξε εντέλει στα χέρια του Ανδρέα Συγγρού για να μετεξελιχθεί στη γνωστή μας Γεωργική Εταιρεία.
Ο θρύλος ωστόσο ήθελε τον Σκιν να είναι Αμερικανός και να κατοικεί στο Μαρούσι, όταν έφτανε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Όθων. Πλούσιος καθώς ήταν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μεγάλο κτήμα όπως το επιθυμούσε «ευάερον, ευήλιον» και από εκεί να αντικρίζει την Αθήνα. Έφτασε το κτήμα του σχεδόν μέχρι την Κηφισιά ακολουθώντας τη δημόσια οδό. Μάντρωσε το απέραντο κτήμα του και έκτισε την έπαυλή του στο βορειότερο σημείο προς την Κηφισιά. Ζούσε λοιπόν εκεί ευτυχισμένος με την οικογένειά του και δεχόταν την αριστοκρατία της εποχής. Αλλά η κακή μοίρα δεν τον άφηνε ήσυχο.
Η πελώρια συκιά
Ένας Άγγλος αξιωματικός του Ναυτικού αγάπησε τη θυγατέρα του. Για να βρίσκεται κοντά στο όνειρο της αγάπης του αγόρασε έναν χώρο κοντά στο μέρος που ήταν κοντά στο σπίτι της αγαπημένης του. Έκτισε και ένα μικρό σπίτι με μεγάλη ταράτσα. Ο Άγγλος κίνησε ακόμη και πέτρες, εγκατέλειψε βαθμούς και θέση και δυστυχής από έρωτα περιφερόταν, μέρα – νύχτα, γύρω από το σπίτι της αγαπημένης του. Εν τέλει απελπισμένος αυτοκτόνησε και σύμφωνα με την τοπική παράδοση βρικολάκιασε. Χωρικοί ορκίζονταν ότι τον είχαν δει νύχτες να περιφέρεται ντυμένος με λευκό μακρύ και ματωμένο πουκάμισο.
Έτσι απέφευγαν να περάσουν από εκεί ακόμη και τη μέρα. Όλοι έτρεμαν το φάντασμα, το σπίτι του ερήμωσε και κανείς δεν παρουσιάστηκε για να το διεκδικήσει επί μισόν περίπου αιώνα. Σιγά – σιγά κατέρρευσε και μες τη μέση φύτρωσε μια πελώρια συκιά. Αλλά κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει τα σύκα της. Οι γεροντότεροι βεβαίωναν, με τη βαρύτητα της πείρας τους, ότι το χάλασμα ήταν στοιχειωμένο. Όσο για τους Σκιν, μετά τα λυπηρά συμβάντα πούλησαν το κτήμα σε κάποιον Ελβετό ομοιοπαθητικό γιατρό (!), ονόματι Βιλδ, ο οποίος ήταν αμίλητος. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, το φάντασμα του απαγόρευε να μιλά. Ένα καλό πρωί όμως εξαφανίστηκε κι’ αυτός αφήνοντας διευθυντή κάποιον Γάλλο[1].
Το φάντασμα
Αργότερα το κτήμα αυτό αγόρασε ο μέγας ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός και οι περισσότεροι πίστευαν ότι εκείνος το ονόμασε Ανάβρυτα. Αυτά γράφονταν το 1913 και το 1932 ο Δ. Γρ. Καμπούρογλου επανήλθε, επιβεβαιώνοντας εμμέσως την παράδοση και γράφοντας πως ο ερωτευμένος ονομαζόταν Γκρην και είχε αυτοκτονήσει το 1853, αλλά όχι από έρωτα. Η έρευνά του μπορεί να διέψευδε όσα σώζονταν μέχρι τότε από στόμα σε στόμα, αλλά η λαϊκή παράδοση υπερίσχυε και ήθελε το φάντασμα του ερωτευμένου να πλανιέται ακόμη, στις αρχές της δεκαετίας 1930, πάνω από τα Ανάβρυτα!
Αλλά αύριο θα δούμε πως πράγματι σχηματίστηκε το υπέροχο αυτό κτήμα της σημερινής Γεωργικής εταιρείας που στολίζει την αττική γη. Μπορεί οι λαϊκές δοξασίες, στις οποίες αναφερθήκαμε χθες, να ήθελαν στοιχειωμένο το Κτήμα των Αναβρύτων. Αλλά μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα τα ιστορικά τεκμήρια. Μας αποκαλύπτουν αφενός πως δημιουργήθηκε το σημαντικό αυτό για το περιβάλλον της Αττικής αγρόκτημα και αφετέρου ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες του πριν φτάσει στα χέρια του Ανδρέα Συγγρού και μέσω της συζύγου του, της Ιφιγένειας, στο Ελληνικό Δημόσιο και τη Γεωργική Εταιρεία.
Το κτήμα
Πρέπει φυσικά να ανατρέξουμε στα χρόνια του Καποδίστρια και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. Μεταξύ εκείνων που βρίσκονται στην Ελλάδα είναι και ο νεαρός Σκωτσέζος Ερρίκος Ιακώβου Σκιν (Henry Jacob Skene, 1812-1886). Ήταν ένα από τα επτά παιδιά του εύπορου Ιάκωβου Σκιν (1775-1864) και της ευγενούς καταγωγής Τζέιν Φόρμπς (1785-1870). Ο Ερρίκος Σκιν γνώρισε στην Ελλάδα και παντρεύτηκε τη Ραλλού Ρίζου Ραγκαβή (1815-1870), με την οποία απέκτησαν οκτώ παιδιά.
Όπως έκαναν όλοι οι ξένοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα, έτσι και ο Ερρίκος Σκιν ενεπλάκη με τις αγοραπωλησίες γης, αντικείμενο ιδιαιτέρως κερδοφόρο εκείνη την εποχή. Μεταξύ άλλων άρχισε να αγοράζει περιβόλια και αγροτεμάχια στην θέση «Ανάβρυτα του Αμαρουσίου». Έτσι ονομαζόταν η περιοχή από τα χρόνια της απελευθέρωσης και δεν απέκτησε την ονομασία με πρωτοβουλία του Ανδρέα Συγγρού, όπως εικάζεται. Οι αγορές ήταν σταδιακές και έγιναν σε βάθος χρόνου[2].
Οι αγορές γης
Ενδεικτικώς θα αναφέρουμε δύο εξ αυτών. Στην πρώτη περίπτωση ο Ερ. Σκιν αγοράζει ένα περιβόλι οκτώ περίπου στρεμμάτων από τους τρεις ιδιοκτήτες του που ήταν ο περίφημος Γάλλος Αλέξανδρος Λουδοβίκος Ιωσήφ ντε Ρουζού και οι Λουκάς Νίκας και Δημήτρης Θεοδωράκης, αμφότεροι άνδρες γνωστοί. Τι ονομαζόταν όμως τότε περιβόλι; Το συγκεκριμένο περιείχε 120 ελιές, 21 ροδιές, μια κορομηλιά, δέκα συκιές, έξι κυδωνιές, δύο καρυδιές και αμπελοφυτεία[3].
Στη δεύτερη περίπτωση ο Ερ. Σκιν αγόρασε από τον Αθηναίο Προκόπιο Βενιζέλο ένα ακόμη περιβόλι δεκαπέντε στρεμμάτων, στην ίδια περιοχή. Το περιβόλι αυτό είχε 43 ελιές, 13 βερικοκιές, 50 συκιές, 5 αμυγδαλιές, 11 αχλαδιές, 1 καρυδιά, 1 μουριά και τρία στρέμματα αμπέλι. Τέτοιας έκτασης ήταν οι αγορές που πραγματοποιούσε ο Ερ. Σκιν προκειμένου να δημιουργήσει το μεγάλο αγρόκτημα που ονειρευόταν όταν θα του απέδιδε οικονομικά οφέλη. Είχε όμως και άλλες παραμέτρους η αγοράς γης στη συγκεκριμένη περιοχή[4].
Το πότισμα
Αυτό αποκαλύπτεται από τους ανθρώπους στα χέρια των οποίων πέρασε το κτήμα από το 1842 και μετά, όταν ο Ερ. Σκιν άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Διότι αποδεδειγμένα το κτήμα έκρυβε στα σπλάχνα του σημαντικές αρχαιότητες. Εξάλλου, ο επόμενος ιδιοκτήτης, ο Καρλ Ουίλντ (Carl Wild) προχώρησε σε αποσπασματικές αρχαιολογικές έρευνες με πλούσια αποτελέσματα. Αρκετά από τα ευρήματά του, προϊστορικά αντικείμενα, φιλοξενούνται στο διάσημο Μουσείο της Βέρνης. Μέγα ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως και ο τρόπος με τον οποίο ποτιζόταν το κτήμα που σχηματίσθηκε[5]. Μπορεί το κτήμα να διέθετε πηγάδι αλλά δεν αρκούσε ούτε στο ελάχιστο να καλύψει τις ανάγκες. Έτσι, όπως συνηθιζόταν, ο Σκιν έκανε ειδικές συμφωνίες για να παίρνει από το νερό του Κεφαλαριού.
Οι συμφωνίες μας αποκαλύπτουν μια ακόμη πτυχή της αγροτικής ζωής στην Αττική. Έπαιρνε π.χ. πέντε ώρες νερό κάθε 15 ημέρες και το οποίο όριζε «από το βασίλευμα του ηλίου μέχρι της ώρας ονομαζομένης σιτάρη κριθάρη»[6]! Ή το γεγονός ότι από τη Μαρία Καστάνη είχε αγοράσει δεκαπέντε ώρες νερό, «τρεις φορές τον χρόνο κατά τη νύχτα από το Κεφαλάρι, κάθε Τετάρτη δειλινό μέχρι να ξημερώσει»[7]. Και από τον Αναστάσιο Βλάχο είχε αγοράσει μισή ημέρα νερό «κάθε 57 ημέρες, ημέρα Τρίτη από το πρωί έως το μεσημέρι![7]» Έτσι διαμορφώθηκε το μεγάλο κτήμα που έφτασε στα χέρια του Ανδρέα Συγγρού και έμελλε να γνωρίσει σπουδαίες ημέρες. Όσο για την οικογένεια του Ερ. Σκιν παραμένει άγνωστο το γεγονός ότι μετακινήθηκε στο Χαλέπι της Συρίας. Εκεί διορίσθηκε Πρόξενος ο Ερ. Σκιν και έφυγε για την Ελβετία όταν απεβίωσε η γυναίκα του Ραλλού.