Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Την Ελλάδα είχε γνωρίσει το 1791, όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Γνωρίζοντας άριστα την αρχαία Ελληνική, επεθύμησε να γνωρίσει και εκ του πλησίον «την χώραν των Θεών». Έμεινε ένα έτος και πλέον στην Ιθάκη, έπειτα επισκέφτηκε την λοιπή Ελλάδα και διέμεινε αρκετά στην Αθήνα. Στη συνέχεια όμως τον απορρόφησε η δημοσία υπηρεσία. Επί δώδεκα έτη κυβέρνησε τη νήσο Κεϋλάνη, ως πολιτικός Διοικητής. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται για την Ελλάδα. Πρόκειται περί του Άγγλου λόρδου Φρέντερικ Νόρθ, λόρδου του Γκίλφορδ (1766-1827).
Η Καρυάτιδα
Γράφηκαν εργασίες και υμνήθηκε ο φιλελληνισμός και η προσφορά του στην Ελλάδα. Ασπάστηκε την Ορθοδοξία, προσέφερε βοήθεια στους Έλληνες σπουδαστές και ίδρυσε την Ιόνιο Ακαδημία. Άφησε όμως και έντονα τα ίχνη του στην Αθήνα. Πρώτα ζήτησε άδεια από τον Βαλή του Μοριά, γιο του Αλή Πασά να περιοδεύσει στις περιοχές που ήταν υπό την δικαιοδοσία του. Πράγματι, αφού έλαβε την άδεια, μέσω των Δερβενακίων έφτασε στην Αθήνα το 1812-13. Φτάνοντας στην πόλη, πραγματοποίησε ανασκαφές και οπωσδήποτε θα έτυχε ιδιαίτερων περιποιήσεων.
Εξάλλου, είχε μία ακόμη φορά την ευκαιρία να αποκαλύψει τα φιλελληνικά του αισθήματα. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες που σώζονται στο αρχείο του στην Κέρκυρα, δώρισε σημαντικό ποσό για την ανέγερση Πύργου Ωρολογίου στην αγορά της πόλης, ενώ έκανε δωρεά και στην εκκλησία της Μεγάλης Παναγίας. Είναι ακόμη γνωστό πως ο Γκίλφορδ έστειλε από το Λονδίνο εκμαγείο «εξ οπτής γης» της Καρυάτιδος που είχε απαγάγει ο Έλγιν. Η Καρυάτιδα έφτασε στην Αθήνα το 1829.
Φιλόμουσος Εταιρεία
Αλλά το γεγονός, το οποίο σίγουρα θα συγκίνησε τον Άγγλο ευγενή ήταν η εκλογή του ως «Εφόρου των Εφόρων», δηλαδή Επιτίμου Προέδρου, της «Φιλομούσου Εταιρείας». Απαντώντας στην επιστολή, με την οποία του γνωστοποιούσαν την ανακήρυξή του, έγραψε σε άπταιστη αττική διάλεκτο και υπέγραψε ως «Φρειδερίκος Νόρθιος Πολίτης Αθηναίος». Από τότε προσέθετε την ίδια ένδειξη πάντα κάτω από την υπογραφή του και φορούσε με υπερηφάνεια, μέχρι το τέλος της ζωής του, το αναμνηστικό δαχτυλίδι με την γλαύκα που του δώρισαν οι Αθηναίοι.
Το ενδιαφέρον του για την «Φιλόμουσο Εταιρεία» και τις δραστηριότητές της, την πόλη των Αθηνών και τους κατοίκους της υπήρξε διαρκές. Έστελνε ιατρικά εργαλεία και φάρμακα, αλλά βοηθούσε και ιδιώτες όταν διαπίστωνε ότι είχαν πραγματική ανάγκη και δεν είχαν τα μέσα για τη συντήρησή τους. Εξάλλου, είναι γνωστόν πλέον ότι σε εκείνον προσέτρεχαν για βοήθεια στα χρόνια της Εθνεγερσίας.
Η μαρμάρινη πλάκα της Κρήνης
Όπως έπραξε η Ταρσία Μακρή, η οποία καταγόταν από τις σπουδαίες οικογένειες Μπενιζέλου και Μπατίστα και είχε παντρευτεί τον υποπρόξενο της Αγγλίας στην Αθήνα Προκόπη Μακρή. Η κόρη της Τερέζα ήταν το αντικείμενο του φημολογούμενου ειδυλλίου του Βύρωνα, ο οποίος έγραψε και το γνωστό ποίημα. Το 1826 είχε καταφύγει με τις κόρες της στην Κέρκυρα και έγραφε για οικονομική ενίσχυση στον Γκίλφορδ, ο οποίος αποδεδειγμένα την ενίσχυε. Ο Γκίλφορδ προσέφερε στην Αθήνα και μια Κρήνη. Λίγες ήταν οι ονομαστές βρύσες, με πρώτη ίσως και καλύτερη εκείνη τη Μπουμπουνίστρας στην Πύλη των Μεσογείων σε μια πόλη που είχε πρόβλημα με το νερό και εξυπηρετούνταν με συνοικιακά και σπιτικά πηγαδάκια. Η ίδρυση μιας κρήνης ήταν πολύτιμη προσφορά.
Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους πρώτος παρέδωσε περιγραφή της πλάκας της κρήνης λόγω της ιδιορρυθμίας της. Χρησιμοποίησαν μαρμάρινη νεκρική στήλη από τις ανασκαφές που είχε πραγματοποιήσει ο Γκίλφορδ. Σεβάστηκαν τα ονόματα που ήταν χαραγμένα στη στήλη και ενδιαμέσως προσέθεσαν τα σύγχρονα ονόματα, κατ’ αρχήν του λόρδου και ύστερα των δημογερόντων της πόλης. Έτσι η στήλη εμφανιζόταν να γράφει: «Ευξενίδης / Προσπάλτιος / Αθηναίων χάριν / Φρεδερίκος Νορθ / Αμφισθένης / Αμφιδεξίου / Προσπάλτιος / Επί αρχόντων / Σπυρ. Λογοθέτ. / Σπυρ. Καπετ. / Ζαχαρ. Σπυ. Τρικαλ»[1]. Οι αναφερόμενοι άρχοντες, σύμφωνα με όσα έγραψε ο Δ. Γρ. Καμπούρογλους, είναι οι Σπυρίδων Λογοθέτης, Σπυρίδων Καπετανάκης, Παναγής Ζαχαρίτσας και Σπυρίδων Τρικαληνός. Έτσι, βρήκαν την ευκαιρία οι Αθηναίοι να παραδώσουν τα ονόματά τους στην αιωνιότητα.
Ιόνιος Ακαδημία
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο λόρδος Γκίλφορδ ίδρυσε την Ιόνιο Ακαδημία, αντιμετωπίζοντας μύριες δυσκολίες. Σκοπός του ήταν να μορφώνονται οι νέοι Έλληνες που ζούσαν στο σκότος της αμάθειας. Απεναντίας ο διοικητής Θωμάς Μαίτλαντ αντιδρούσε διότι γνώριζε ότι πιο δύσκολα κυβερνάται ο πολίτης που γνωρίζει τα δικαιώματά του. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας τους ισχυρούς φίλους του ο Γκίλφορδ πέτυχε το 1820 να αναγορευθεί Άρχων της Ιονίου Ακαδημίας, με πρόταση του Βασιλέως της Αγγλίας και απόφαση της Ιονίου Βουλής. Νέα εμπόδια όμως προέκυψαν, διότι ο Μαίτλαντ αντιδρούσε στην ιδέα του Γκίλφορδ να ιδρυθεί η Ακαδημία στην Ιθάκη.
Επιτέλους ο Μαίτλαντ δέχθηκε να ιδρυθεί η Ακαδημία στην Κέρκυρα. Οι παραδόσεις άρχισαν τον Οκτώβριο 1823 με εγγεγραμμένους 150 σπουδαστές. Οπότε τα επίσημα εγκαίνια έγιναν μεγαλοπρεπώς στο παλαιό μέγαρο, την 17η Μαΐου 1824. Εντωμεταξύ τέσσερις μήνες νωρίτερα είχε αποβιώσει ο Μαίτλαντ. Οι καθηγητές φορούσαν αρχαϊκή στολή και ανάμεσά τους υπήρχαν διακεκριμένοι λόγιοι (Χ. Φιλητάς, Α. Ιδρωμένος, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Κων. Ασώπιος, Ν. Πίκολος). Ο Γκίλφορδ διέθετε μεγάλα ποσά εξ ιδίων και συντηρούσε πολλούς σπουδαστές. Νέοι που έφευγαν από την Ήπειρο και την τυραννία του Αλή πασά κατέφευγαν στην Κέρκυρα.
Οικονομίες
Εκεί σπούδασαν προσωπικότητες οι οποίες αργότερα διακρίθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα ως επιστήμονες (Λέων Μελάς, Αριστείδης Μπαλάνος, Αλ. Πάλλης, Χρ. Βάφας, Γερ. Ζωχιός, Γ. Χρυσοβέργης, Κ. Πιττάκης. Φίλων κ.ά.). Δικαιολογημένη, λοιπόν, η λατρεία του λαού των Επτανήσων προς το πρόσωπο του Γκίλφορδ, σε βαθμό ώστε ζώντος ακόμη του ανήγειραν προτομή. Τα μαθήματα δίδονταν στην «νέαν Ελληνικήν γλώσσαν, ωραίαν και γνησίαν θυγατέρα ασυγκρίτου μητρός»[2], όπως ο ίδιος έγραψε.
Υπήρξαν δε μνημειώδεις οι οικονομίες που έκανε εις βάρος του για να εξασφαλίζει περισσότερα χρήματα για την Ακαδημία. Χαρακτηριστικό επεισόδιο διέσωσε ο Κ. Καιροφύλας. Ο πρύτανης Ιωάννης Καραντινός του είπε πως δεν έκανε καλά να περπατά, χειμώνα καιρό, διότι έπασχε από ποδάγρα. Τότε ο Γκίλφορδ τον ρώτησε:
-Πόσα θα ξοδέψω για αμάξι τον μήνα;
– Τριάντα τάλιρα.
-Με τριάντα τάλιρα, αφέντη μου κύριε Έφορε, τρέφουμε δύο-τρεις φιλολόγους, ήταν η απάντηση του Άγγλου!
«…εφκιάσθη η Ελλάς»!
Δυστυχώς, τον Οκτώβριο 1827, ασθένησε ο Γκίλφορδ στο Λονδίνο, όπου είχε μεταβεί για οικογενειακές του υποθέσεις. Πέθανε σε ηλικία 61 ετών. Βαρύ πένθος εκδηλώθηκε στα Επτάνησα, ιδίως στην Κέρκυρα, όταν αναγγέλθηκε ο θάνατός του. Μνημόσυνα τελέσθηκαν και τιμές μεγάλες αποδόθηκαν στην μνήμη του υπερόχου αυτού φιλέλληνα. Και πολύ δίκαια παρατηρούσε αργότερα ο Φίλιππος Ιωάννου «ούτε η του Καποδιστρίου Προεδρεία, ούτε η μετέπειτα βασιλεία του Όθωνος θα ηδύναντο να διατυπώσουν επί το ευρωπαϊκώτερον το νεαρόν Ελληνικόν κράτος, χωρίς την αρωγήν και τα φώτα των εκπαιδευθέντων εις την Ιόνιον Ακαδημίαν»[3].
Το Ίδρυμα συνέχισε την λειτουργία του και επέζησε αρκετά έτη μετά τον θάνατον του Γκίλφορδ. Εν τούτοις μετά τον θάνατό του περιορίσθηκε η δραστηριότητα του μέχρι που έληξε άδοξα. Και όπως έγραφε ο Κ. Καιροφύλας η Ελλάδα οφείλει πολλαπλή ευγνωμοσύνη στον άνδρα εκείνον που γνώριζε την αξία της γνώσης. Συμπλήρωνε μάλιστα πως αν το κανόνι έχει την προτίμηση και η πτωχή πέννα δεν πρέπει να περιφρονείται γιατί και «με το πένννα και με το πάλα εφκιάσθη η Ελλάς»[4].