Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Έκπληκτος ο νομικός κόσμος της χώρας παρακολουθούσε τον Μάρτιο 1931 να εξελίσσεται μέγας ενδοδικαστικός πόλεμος. Όχι για την αναρρίχηση δικαστών σε ανώτερα αξιώματα αλλά για ένα παντελονάκι ποδοσφαίρου! Η υπόθεση ξεκίνησε όταν ένας εν ενεργεία Εισαγγελέας συνέταξε έκθεση με την οποία, ούτε λίγο – ούτε πολύ, ζητούσε την «κεφαλή επί πίνακι» ενός νεαρού Ειρηνοδίκη. Γιατί; Διότι είχε τολμήσει να παίξει ποδόσφαιρο φορώντας στολή ποδοσφαιριστή[1]!
Η έκθεση που απηύθυνε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ήταν ιδιαίτερα αυστηρή και με εξαιρετικά οξείς χαρακτηρισμούς. Ανέφερε ότι ο Ειρηνοδίκης «έχει υποχρέωσιν κοσμιωτέρας εμφανίσεως» και πως με τα καμώματά του να κλωτσά ένα τόπι «ερρύπανε την δικαστικήν αξιοπρέπειαν»! Το θέμα δεν περιορίσθηκε στους δικαστικούς κύκλους, αλλά κατέλαβε τη θέση του στις στήλες των εφημερίδων. «Τον άθλιο πήγε κι έκανε ρεντίκολο τον δικαστικό κόσμο» ήταν ίσως η πιο επιεικής κρίση.
Πειθαρχικό Συμβούλιο
Το ζήτημα έλαβε μεγάλη δημοσιότητα αλλά το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έκρινε πως έπρεπε να τιμωρήσει τον νεαρό Ειρηνοδίκη. Ο αυστηρός Εισαγγελέας όμως δεν άφησε το θέμα να περάσει απαρατήρητο. Διαπίστωσε πως ο Ειρηνοδίκης δεν εννοούσε να αφήσει το αγαπημένο άθλημα και εμφανίσθηκε εκ νέου ενδεδυμένος απρεπώς. Επανήλθε λοιπόν, με νέα έκθεσή του. Ευτυχώς… αστόχησαν οι κεραυνοβόλες βολές του και ο φτωχός Ειρηνοδίκης σώθηκε.
Τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν είχαν την ίδια γνώμη με τον Εισαγγελέα ούτε την αντίληψη «περί ρυπάνσεως της δικαστικής αξιοπρεπείας» δια του αθλητισμού. Απάλλαξαν λοιπόν και πάλι τον «κατηγορούμενο». Αλλά ο Εισαγγελέας ήταν ασταμάτητος βρίσκοντας και συμμάχους άλλους δικαστές. Φρόντισαν να στείλουν το θέμα στο υπουργείο Δικαιοσύνης πιστεύοντας πως οπωσδήποτε έπρεπε να τιμωρηθεί ο Ειρηνοδίκης.
Σουτ!
Ήταν τέτοιο το μένος που είχε προκαλέσει η αγαθή ενασχόληση του νεαρού δικαστικού με το ποδόσφαιρο, ώστε οι… διώκτες του θεωρούσαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να μην ξαναεμφανισθεί με αθλητική περιβολή που θεωρείτο ανοίκεια για λειτουργό της Δικαιοσύνης. Και όπως συμβαίνει στη χώρα μας, οι συζητήσεις συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, στα καφενεία.
Το μείζον ερώτημα ήταν αν συνάδει προς τη δικαστική αξιοπρέπεια το κοντό παντελονάκι του αθλητού, ή οι δικαστές πρέπει να αθλούνται, διότι νους υγιής εν σώματι υγιεί, αλλά φορώντας τη δικαστική τήβεννο… Και όπως έγραφαν οι σχολιαστές των εφημερίδων η τήβεννος «θα τους διευκόλυνε ιδιαιτέρως να επιτυγχάνουν εις το σούτ»!
Αθλητισμός – Υγεία
Εντέλει το υπουργείο απηύθυνε απλή επίπληξη προς τον σφριγηλό ειρηνοδίκη. Οπότε είχε φθάσει πλέον η ώρα των χρονογράφων οι οποίοι έστησαν πραγματικό πανηγύρι. Ο Παύλος Νιρβάνας στο δικό του χρονογράφημα ετάχθη αναφανδόν υπέρ του επαρχιακού ειρηνοδίκη υποστηρίζοντας ότι η εμφάνισή του με κοντά παντελονάκια δεν ερρύπανε το δικαστικό αξίωμα. Ήταν μάλιστα και προφητικός γράφοντας πως «ίσως να έλθη κάποτε κ’ εδώ εποχή κατά την οποία ο πρωθυπουργός του κράτους θα παίζη γκολφ…»[2]!
Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ο Κώστας Αθάνατος (Καραμούζης), ο οποίος αναγνώριζε στον ειρηνοδίκη το δικαίωμα σαν άνθρωπος να επιδίδεται στην ευγενή ενασχόλησή του με τον αθλητισμό. «Ο αθλητισμός είναι υγεία και συνεπώς εις το υγιές του σώμα θα δυναμώση και υγιής νους, ώστε να δικάζη δικαιότερα» υποστήριζε ο φιλελεύθερος αρθρογράφος και χρονογράφος[3].
Καπνοί λέσχης
Με τους δύο προαναφερθέντες συμφώνησε και ο Σπύρος Μελάς υποστηρίζοντας πως ο αθλητισμός «δεν φτιάνει μόνο τα κορμιά, φτιάνει ψυχές, φτιάνει χαρακτήρες, φτιάνει ανθρώπους. Και αυτός πρέπει να είναι προ πάντων ένας δικαστής – άνθρωπος!». Προχώρησε ακόμη περισσότερο ρίχνοντας έμμεσες βολές. Έγραφε ότι η δικαιοσύνη δεν απονέμεται με νόμους, αλλά με συνείδηση και η συνείδηση μορφώνεται καλύτερα στον καθαρό αέρα και τον τίμιο κόπο του φουτ μπωλ παρά στους καπνούς μιας λέσχης»[4].