ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (1935)

του Ιωάννη Δαμβέργη

Πλατεία Ομονοίας (αρχές 20ού αιώνος)

 Ἐκεῖ πού εἶνε τώρα ἡ ἀρχή τῆς ὁδοῦ Γ’ Σεπτεμβρίου, ἐπί τῆς πλατείας Ὁμονοίας, εἴχαμε σταθῆ μέ τόν Αἰμίλιον Καρμπούνην διά νά ἴδωμεν, ἔστω καί ἀπό μακράν, τόν πετροπόλεμον, πού διεξήγετο κάθε τόσον μεταξύ τῶν δύο συνοικιῶν, τῆς Νεαπόλεως καί τοῦ Γερανίου.

Μέ τόν Καρμπούνην, τόν ὁποῖον μετά πολλά ἔτη ἐκαμάρωνα ὡς ἕνα τῶν ὡραιοτέρων ἀξιωματικῶν τοῦ ἱππικοῦ, εἴμεθα εἰς τά πολύ μικρά μας χρόνια συγκάτοικοι καί ἀγαπημένοι φίλοι, εἰς τήν γωνιαίαν οἰκίαν τῶν ὁδῶν Καποδιστρίου καί Πατησίων, διεφύγαμεν δέ τήν αὐστηράν οἰκογενειακήν ἐπίβλεψιν καί διαταγήν διά νά ἴδωμεν τό περιπόθητον θέαμα, εἰς τό ὁποῖον θά εἴχαμεν ὅλην τήν ὄρεξιν νά παραστῶμεν ὄχι ὡς οὐδέτεροι θεαταί, ἀλλ᾽ ὡς κρατεροί μαχηταί. Εἴχαμεν καί ὁ καθένας ἀπό μίαν μικράν σφενδόνην τῆς ἰδικῆς μας κατασκευῆς, ἀλλά διά καλό καί διά κακό τήν εἴχαμεν ἀφίσει εἰς τό σπίτι, διότι ἐγνωρίζαμεν ἐκ τῆς ἀσφαλεστάτης πηγῆς τῶν γονέων μας, ὅτι ἡ Ἀστυνομία ἔκαμνε συστηματικάς ἐρεύνας καί ὅποιον εὕρισκε νά ἔχη ἐπάνω του σφενδόναν, τόν συνελάμβανε καί τόν ἐπήγαινε στό κρατητήριον νά περάση τήν νύκτα.

Ἀπό τοῦ ὕψους ἐκείνου ὅπου ἐστεκόμαθε, ἀποτελοῦντος τότε τήν κορυφήν ἀνηφόρου, ἐξετείνετο κάτωθεν ἡμῶν ἀπέραντος εἰς μῆκος ἀκατοίκητος ἔκτασις, περιλαμβάνουσα τήν τωρινήν πλατεῖαν τοῦ Σταθμοῦ Κηφισιᾶς καί ὅλας τάς ἔνθεν κάκεῖθεν αὐτῆς οἰκίας, δηλαδή τό ἀπό τῶν ὁδῶν· Πατησίων μέχρι τῆς ὁδοῦ Σωκράτους διάστημα. Ὀλίγον δεξιώτερα ἤνοιγε τό δυσῶδες στόμα της μία ὑπόνομος, αὐτή ἐκείνη, ἀπό τήν ὁποίαν ἕνας Λεύκοβιτς εἶχεν ἐπιχειρήσει τήν κατά τοῦ ταμείου τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης διαβόητον ἐκστρατείαν.

Ἐπί τῆς εἰσόδου τῆς ὑπονόμου αὐτῆς ἴσταντο, ὅπως μᾶς εἶπαν, τά ἀρχηγεῖα τῶν ἐμπολέμων, ἐν ζηλευτῆ ὁμονοία, ἕτοιμα νά δώσουν τό σύνθημα τῆς φυγῆς, ὅταν θά ἐπαρουσιάζετο ἡ ἔφιππος χωροφυλακή, ὁ μέγας ἐχθρός ἀμφοτέρων τῶν παρατάξεων. Εἴχαμεν φθάσει ὀλίγον ἀργά καί δέν εἴδαμεν τήν μάχην εἰς τήν ἀκμήν της. Τήν εἴδαμεν μόλις εἰς τό ἄδοξον τέλος της, ὅτε τά ἀρχηγεῖα ἐκραύγαζον τήν ἀκατανόητον δι᾽ ἡμᾶς λέξιν: Διάγουμα, Διάγουμα! ἡ ὁποία ἦτο τό σύνθημα τῆς φυγῆς, ἀλλά συγχρόνως καί τῆς ἀπό κοινοῦ λιθοβολήσεως τῶν χωροφυλάκων.

Ὅσον ὅμως ἀργά καί ἄν ἦτο, ἐπροφθάσαμεν νά δεχθῶμεν ἀπό μίαν πέτραν, ἡ μέν Καρμπούνης εἰς τό ψαθάκι του, ἐγώ δέ εἰς τό πόδι. Αἱ πέτραι αὐταί μᾶς ἦλθον παρανόμως, διότι εὑρισκόμεθα ἐκτός τοῦ πεδίου τῆς μάχης. Ἀλλά εἴχαμεν τήν ἀτυχίαν νά πρωτοφανοῦν ἀπό τό μέρος μας οἱ διῶκται χωροφύλακες, ὁ παρανόμως ἐπίσης ἐπεμβαίνων κοινός ἐχθρός.

Αἱ ἀτυχίαι ὅμως δέν ἔρχονται ποτέ μόναι. Τήν ἰδικήν μας ἐπηκολούθησε καί ἄλλη, ὅταν ἐπεστρέψαμεν εἰς τό σπίτι μας τραυματίαι, καταλασπωμένοι, κατακόκκινοι καί ἀσθμαίνοντες, σχεδόν μαζῆ μέ τούς καταδιωκομένους ἐνόχους, τούς ἀπό κάθε ὁδόν ἐπανερχομένους ἀδόξως εἰς τήν Νεάπολιν. Καί ἀπέναντι τῶν καταχερισάντων ἡμᾶς οἰκείων, δέν ἠμπορούσαμεν καί ἡμεῖς νά φωνάξωμεν τό Διάγουμα!

Τής ἐφάγαμεν! Ὁ καθένας χωριστά. Οἱ σκληροί! Δέν εἶδαν ὅτι ἐκούτσαινα; Τούς τραυματίας τούς κακομεταχειρίζονται; Καί δέν ἤκουσαν τόν κατεπειγόντως ἀληθέντα κολοσσιαῖον Βασιλάκην Πατρίκιον, ἰσχνόν τότε γιατρουδάκι, νά μοῦ διατάσση δέκα βδέλλας ἐπί τοῦ μώλωπος τοῦ ποδιοῦ μου: Διά τό ἀδίκως χυθέν αἷμα μου ἀπεζημιώθην ἐν τούτοις. Ἕνα καρύδι διά κάθε βδέλλαν.

Οἱ αἰώνιοι μουρμούρηδες, οἱ παραπονούμενοι διά κάθε τι τῶν σημερινῶν Ἀθηνῶν, δέν ἔχουν παρά νά ξαναδιαβάσουν τό ἀνωτέρω, διά νά ἰδοῦν ἕνα μέρος ἐκ τῶν ὅσων εἴδαμεν ἡμεῖς οἱ παλαιότεροι. Καί εἴδαμεν καί πολλά ἄλλα.

Το ἐν Ἀθήναις πάθημα δέν μοῦ ἔγινε μάθημα. Εἶδα κι᾽ ἄλλον πετροπόλεμον εἰς τήν ζωήν μου. Τόν εἶδα ἐξ ἀποστάσεως ἐπίσης, εἰς τήν Σμύρνην, ἀλλά παραλείπω τήν περιγραφήν του, διά νά μήν ἀναξέσω ἀνεπουλώτους πληγάς… Θά ἀναφέρω μόνον τήν ρωμαντικήν αἰτίαν του, περιεχομένην εἰς τήν ἀρχήν τῆς ρίμας πού ἕνας τυφλός τραγουδιστής ἔψαλλεν ἐπί πολλά χρόνια εἰς τά ἀδαμαντοκόλλητα ἐξ ἀναμνήσεων καλδιρίμια τῆς Σμύρνης: «Στά χίλια ὀκτακόσια / στά ἑβδομῆντα τρία /

ἔγινε πετροπόλεμος / κι᾽ ἀκοῦστε τήν αἰτία. / Στή γειτονιά μας κάθονταν / ἕνα ὄμορφο κορίτσι, / ἦρθεν ἀπ᾽ τά Ταμπάχανα / ἕνας νά τό φιλήση….

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ