Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1829-1894), γιος του Γενναίου και εγγονός του Γέρου του Μοριά -έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι Φαλέζ με το οποίο υπέγραφε τα άρθρα του στον Τύπο- υπήρξε μια σπουδαία προσωπικότητα. Πέρασε μια ζωή ανεπίληπτη, υπηρέτησε ως αξιωματικός του στρατού και βουλευτής, αλλά ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε με σφοδρότητα στο σάπιο πολιτικό σύστημα και μάλιστα από το βήμα της Βουλής. Λειτούργησε ως πραγματικός θεματοφύλακας της δοξασμένης οικογένειάς του. Ο ρόλος που διαδραμάτισε στην εποχή του παραμένει άγνωστος. Όπως άγνωστο παραμένει το τεράστιο συγγραφικό του έργο, πολύτιμο και στους ιστορικούς ερευνητές που αναζητούν την αλήθεια κυρίως για τα τελευταία χρόνια της Οθωνικής περιόδου, αλλά και γι’ αυτήν καθαυτή την έξωση του βαυαρικής καταγωγής πρώτου βασιλιά των Ελλήνων. Στον γραπτό πλούτο που άφησε πίσω του, περιλαμβάνεται και μια από τις επιστολές του, παραινετική προς τους συγχρόνους του[1].
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα όταν έγραψε την επιστολή, μέσω της οποίας εμμέσως κατηγορούσε τους συμπατριώτες του, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, ότι είχαν πέσει θύματα της πλαστής ευημερίας και του πλουτισμού. «Μας δίδαξαν ότι το χρήμα είναι η μόνη θεότητα και απέναντί της μηδενίζονται οι τίμιοι δεσμοί αίματος, αγχιστείας, αγάπης, φιλίας και ευγνωμοσύνης» ανέφερε σε μια αποστροφή του και ως αντίδοτο για να σωθούμε πρότεινε να «χωνέψουμε» την ιδέα, ότι το χρήμα είναι ανάγκη και όχι θεότητα, όπως θέλουν να το χαρακτηρίζουν «οι σύγχρονοι Φαρισαίοι σταυρωταί». Αυτούς πιστέψαμε και χάσαμε κάθε ευγενικό αίσθημα, μαραθήκαμε.
Δημιουργούμε ανάγκες ανώτερες των μέσων που διαθέτουμε, τρέχοντας έτσι κατευθείαν στον όλεθρο. Μας οδήγησαν στη «σουφρωφέλεια του ψευδοπολιτισμού», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φαλέζ. Ο ίδιος καλούσε τους συμπατριώτες του, να απορρίψουν τις περιττές και ανόητες δαπάνες και ορκιζόταν πως τότε όλα θα ήταν καλύτερα. Στην αισχροκέρδεια, τις νοθεύσεις και την αρπαγή των πάντων που χαρακτηρίζει την ελληνική ζωή, ο Θ. Κολοκοτρώνης συνιστούσε ως αντίδοτο ξερό ψωμί και αναπαυμένη συνείδηση! Αναφερόταν στην ολιγάρκεια ως φάρμακο απέναντι στις σπατάλες, υποστηρίζοντας πως έτσι θα μπορούσαν οι Έλληνες να αναπνεύσουν, να είναι γαλήνιοι, ευτυχείς αλλά και υγιείς.
«Αδελφοί μου ας είπωμεν από ψυχής δόξα σοι ο Θεός, αντί να σκεπτώμεθα πώς να νοθεύωμεν και ας αγαπηθώμεν αντί να ληστευόμεθα αμοιβαίως» ανέφερε σε μια άλλη αποστροφή του, τονίζοντας πως μια περίεργη κατάρα έχει χτυπήσει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. «Μα δεν βλέπετε ότι παντού επικρατούν οι αρνητικές σκέψεις και το έγκλημα» έγραφε ο Φαλέζ, επισημαίνοντας πως η Μεγάλη Εβδομάδα και τα Πάθη του Χριστού μας δίνουν την ευκαιρία να συλλογιστούμε γιατί είναι παγωμένα τα χαμόγελα του ελληνικού λαού. Ως αρνητικό χαρακτηριστικό της εποχής του, ανάφερε τη χαλάρωση των πατροπαράδοτων ελληνικών δεσμών συγγένειας, φιλίας και αλληλεγγύης.
Η Εβδομάδα των Παθών οδηγεί στην ημέρα της Ανάστασης επιτρέποντας στους Έλληνες να ανταλλάξουν ευχές με ειλικρίνεια ως αληθινά αδέλφια, κάτω από τις σκιές των προγόνων του 1821, οι οποίοι πίστευαν βαθιά και αγωνίζονταν χωρίς δόλο για την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους. Μόνον τότε θα νιώσουμε τη χαρά της Αναστάσεως, την οποία συμβολίζουν και τα χαρούμενα χρώματα των αυγών του Πάσχα και θα φύγει το σύννεφο της πλήξης και της μελαγχολίας που σκιάζει τις ψυχές μας. Το τελικό μήνυμα που έστελνε ο εγγονός του Γέρου του Μοριά ήταν ελπιδοφόρο. Εξέφραζε την πίστη και τη βεβαιότητα πως όπως ανατέλλει η Ανάσταση, έτσι θα ανατείλει και θα μας εμπνεύσει η διδασκαλία του Θεανθρώπου και θα ευτυχήσουμε και έκλεινε το κείμενό του με το «όθεν, Καλό Πάσχα»!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 7 Απριλίου 2015