Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Επιβιώνουν ακόμη στις ημέρες μας και σε πολλά σημεία της χώρας οι θορυβώδεις εκδηλώσεις την ώρα της Ανάστασης. Οι ρίζες των εθίμων αυτών πρέπει μάλλον να αναζητηθούν στους πρώτους ελεύθερους πασχαλιάτικους εορτασμούς των χρόνων της Εθνεγερσίας 1821, οι οποίοι είχαν διπλό συμβολισμό, εθνικό και θρησκευτικό. Οι νικητές Τουρκομάχοι κρατούσαν πλέον τουφέκια και πολεμούσαν τον κατακτητή. Χρησιμοποιούσαν τα καριοφίλια τους για να πανηγυρίσουν τη διπλή Ανάσταση και οι πυροβολισμοί που συνόδευσαν το ελεύθερο «Χριστός Ανέστη» απόκτησαν συμβολική σημασία. Έγινε συνήθεια και ρίζωσε. Ωστόσο, με τα χρόνια η συνήθεια των πυροβολισμών προκαλούσε μπελάδες και ο εορτασμός της Ανάστασης εξελισσόταν σε πολεμικό γεγονός με ανθρώπινα θύματα.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρώτη προσπάθεια απαγόρευσης των πυροβολισμών στα χρόνια του Όθωνα. Ήταν το Πάσχα του 1847 και έμεινε αλησμόνητο σε όσους βρέθηκαν στην Αθήνα. Ανάμεσά τους ο αδελφός του βασιλιά Όθωνα, ο Μαξιμιλιανός Β’ της Βαυαρίας (1811-1864) και ο Άγγλος τραπεζίτης και πολιτικός Lionel de Rothschild (1808-1879). Είχαν έρθει στην Ελλάδα ο πρώτος μεταφέροντας οδηγίες από τον πατέρα του στον αδελφό του για τις εσωτερικές εξελίξεις και ο δεύτερος για την πληρωμή του καθυστερημένου δανείου. Ο βασιλιάς διέταξε την Αστυνομία να απαγορεύσει τους πυροβολισμούς τη νύκτα της Ανάστασης. Δεν ήθελε να σχηματίσουν οι επιφανείς ξένοι την εντύπωση ότι επικρατούσαν βάρβαρα θρησκευτικά έθιμα.
Αλλά, όσο κι αν προσπάθησαν ο διευθυντής της Αστυνομίας και οι άνδρες του, το αποτέλεσμα υπήρξε το ακριβώς αντίθετο. Μόλις ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έψαλε το «Χριστός Ανέστη», βρόντηξαν εκατοντάδες κουμπούρια και πιστόλες σχηματίζοντας «μια τρομακτική συναυλία εκπυρσοκροτήσεων», όπως έγραψε ο Γ. Ρούσσος. Οι ομοβροντίες δόνησαν τον περίβολο της Αγίας Ειρήνης της οδού Αιόλου, η οποία τότε χρησιμοποιείτο ως μητροπολιτικός ναός και άφησαν άναυδους το βασιλικό ζεύγος και τους ξένους επισκέπτες. Στις μυριάδες κουμπουριές των αγωνιστών του 1821 προστέθηκαν και οι πυροβολισμοί του Στρατού. Παρά τις απαγορεύσεις και τις αυστηρές διαταγές, οι στρατιώτες παρασύρθηκαν, ενθουσιάστηκαν και άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα. «Ενομίζαμεν ότι ευρισκώμεθα εις στρατόπεδον και όχι εις ευνομούμενην πόλιν» έγραφε εφημερίδα της εποχής.
Όπως ήταν φυσικό επικράτησε αναταραχή, οι γυναίκες έβγαζαν κραυγές τρόμου και ο πρεσβευτής της Ισπανίας έπεφτε λιπόθυμος. Εκείνη την αναστάσιμη νύκτα υπήρξαν και δύο θύματα από τις αδέσποτες σφαίρες. Η πρώτη απαγόρευση είχε στεφθεί με οικτρή αποτυχία, ενώ τα επεισόδια που ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες, με το πλούσιο διπλωματικό παρασκήνιο έμειναν στην ιστορία ως «Πατσιφικά». Από τότε και σχεδόν κάθε χρόνο εκδίδονταν απαγορευτικές αστυνομικές διατάξεις, οι οποίες ωστόσο αποκτούσαν το γραφικό χρώμα που είχαν οι πυροβολισμοί που ξεκινούσαν δυο και τρεις ημέρες προ του Πάσχα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα συνεχίζονταν και τις δύο επόμενες ημέρες, μέχρι την Τρίτη της Λαμπρής. Οι ομοβροντίες απλώνονταν και στις συνοικίες, κάνοντας τα τζάμια των σπιτιών να τρίζουν. Και εκτός από τα σμπάρα που δονούσαν τον αέρα, η Αθήνα της εποχής εκείνης, σειόταν κυριολεκτικά από τα τρομπόνια και τα χαλκούνια, ενώ και οι σαΐτες έδιναν και έπαιρναν.
Κάθε χρονιά οι εφημερίδες κατέγραφαν τα θύματα προβαίνοντας πάντα σε στερεότυπες συστάσεις. Το 1879 η πόλη των Αθηνών συνταράχθηκε όταν έπεσαν νεκροί ένας πατέρας με την κόρη του. Το γεγονός συνέβη στη Νεάπολη. Πατέρας και κόρη βγήκαν στο παράθυρο για να παρακολουθήσουν τους πυροβολισμούς. Εκεί τους βρήκαν οι σφαίρες, απλώνοντας θλίψη σε όλη την πόλη. Δέκα χρόνια αργότερα ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Δ. Στάϊκος κόντεψε να είναι μεταξύ των τραγικών θυμάτων του εθίμου. Εξέδωσε μια αυστηρότατη εγκύκλιο απαγορεύοντας «το πυροβολείν εντός των πόλεων Αθηνών και Πειραιώς» και την «πώλησιν και χρήσιν παντός επικινδύνου πυροτεχνήματος». Ενεργοποίησε την Αστυνομία, τη Χωροφυλακή και τον Στρατό και προειδοποίησε τους πάντες πως τα όπλα θα κατάσχονταν και οι ίδιοι θα κατέληγαν στην φυλακή.
Πλην όμως, το βράδυ της Ανάστασης, ο ίδιος δέχθηκε μια μπαταριά στο πόδι και ο γραμματεύς της αστυνομικής διεύθυνσης Κ. Θωμόπουλος μια στον ώμο και κατέληξαν αμφότεροι νοσηλευόμενοι στο Δημοτικό Νοσοκομείο «Η Ελπίς». Το 1898, μια Γαλλίδα τουρίστρια δέχθηκε τουφεκιά, γεγονός που σχολιάστηκε από τον Γ. Σουρή με τον δικό του τρόπο: «Ήλθε πάλι Πασχαλιά, / ρίχνει μια πιστολιά / κάθε πατριώτης… / πρασινίζει το κλαρί / κι επληγώθη στο μερί / μια Φραντσέζα πρώτης. / Θαύμαζε τον Παρθενώνα / και την κάθε μια κολώνα / και τ’ αρχαία τα λοιπά, / όταν έξαφνα μια σφαίρα / σύγχρονος και νεωτέρα /προς το γόνυ την κτυπά». Κάθε χρόνο και περισσότερο τα βαρελότα και οι δυναμίτες κατακτούσαν τη θέση τους στον παραδοσιακό εορτασμό.
Ο Γ. Σουρής, πάντως, επανειλημμένως έβρισκε την ευκαιρία να λογοπαίζει και να πλέκει στίχους σατιρίζοντας τη συνήθεια που είχε εξελιχθεί σε μάστιγα: «Χριστός Ανέστη και ρίξε μια πιστόλα / να πάει μέσα σ’ όλα. / Χριστός Ανέστη, καθένας να σμπαράρει / κι ο Χάρος όποιον πάρει / Αναστάσεως Χαρά / και στην γην των Αθηναίων / ρίχνουν ένσφαιρα πυρά / οι γενναίοι των γενναίων / Πάσχα σεμνόν, εράσμιον / γλυκύ και πανσεβάσμιον, /Πάσχα, που θα τυφλώσωμεν πολλούς με βαρελότα, / χαλκούνια και μπουρλότα»!
Στην ιστορία των θορυβωδών Πασχαλιάτικων εορτασμών ξεχωριστή θέση πρέπει να καταλάβει ο τρόπος που αντιμετώπισε την κατάσταση ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, το 1925. Ήταν η εποχή που είχαν εφευρεθεί μυριάδες νεώτεροι τρόποι, με χρήση κυρίως πυρίτιδας, προκαλώντας όλο και περισσότερα θύματα. Οπότε εκδόθηκε μνημειώδης αστυνομική διάταξη, η οποία απαγόρευε ακόμη και την απόπειρα κατασκευής πυροτεχνημάτων. Απαγόρευε, επίσης, την κατασκευή, τη φύλαξη και το εμπόριο κροτίδων και τις πάσης φύσης χημικές ενώσεις που μπορούσαν να αποτελέσουν εκρηκτικές ύλες, ενώ τους παραβάτες περίμενε φυλάκιση έως δύο ετών και πρόστιμο 5.000 δραχμών! Εννοείται πως στο στόχαστρο μπήκαν και τα χαλκούνια. Εκείνη τη χρονιά το φαινόμενο παρουσίασε ύφεση, χωρίς, βεβαίως, να εξαφανιστεί αφού συνεχίζεται σε ήπιες μορφές μέχρι τις ημέρες μας.