ΠΑΣΧΑ*

Γ. Μ. Βιζυηνός

 

 

Ἦλθε τ’ Ἅγιο Πάσχα, θλιβερή καρδιά.

Τό «Χριστός ἀνέστη» ψάλλουν τά παιδιά

μέ βοή μεγάλη.

Μέσ’ ἀπό τόν τάφο τους, ἀπ’ τή μαύρη γῆ,

τ’ ἄνθη καί τά λούλουδα ἄκουσαν τή βοή

καί ξυπνοῦνε πάλι…

Ἀπ’ τά βλεφαρά τους τ’ Ἀπριλιοῦ ἡ δροσιά

διώχνει κάθε βύθος κ’ ἀποκαμωσιά

καί τά ξαναστένει.

κι’ ὁ γοργός ὁ Ζέφυρος, ὅλος μαργιολιά,

κλέφτει ἀπ’ τά χειλάκια του μοσχερά φιλιά

καί τήν πλάσι ῥαῖνει.

Μέθυσαν τ’ ἀηδόνια ἀπό τή μυρωδιά!

καί λαλοῦν – τ’ ἀκούεις; – στά χλωρά κλαδιά

γλυκερά τραγούδια…

Ἑορτάζει Ἀνάστασι ὅλη ἡ ἐξοχή,

κι’ ἀπ’ τήν εὐθυμιά τους λάμπουν εὐτυχῆ

ὡς καί τά μαμούδια.

Σύ, φτωχή καρδιά μου, διατί βαρειά

θλίβεσαι, θαμμένη, σάν καλογρῃά

σ’ ἕρμο μοναστῆρι;

Διατί στοῦ Πλάστου σου τήν ἀναπνοή

δέν ξαναστήνεσαι νἄμβης στή ζωή

ποῦναι πανηγύρι;

Μάννα σου ἡ Φύσις, διές, λαμπροφορεῖ!

Πέτα τό μανδύ σου πλέον τό βαρύ,

τήν μελαγχολία!

Ἄνοιξε! Λουλούδισε, σάν τήν πασχαλιά

καί, σάν τ’ ἀδελφάκια σου, τά φαιδρά πουλιά,

ψάλλε μ’ εὐθυμία:

Ὅποιος ὅλο σκύβει θλιβερᾶ στή γῆ,

βρίσκει μές στούς τάφους τήν παλῃά σιγή,

τήν παληά σκοτίδα.

Ὅποιος κάμνει Ἀνάστασι, βλέπει στ’ ἀψηλά-

Γιά τήν εὐτυχία του τόν χαμογελᾷ

μιά καινούρια ἐλπίδα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Πάσχα στο Κάστρο των Αθηνών

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1821-1828)

Μεταβείτε στο άρθρο: Πάσχα στο Κάστρο των Αθηνών