Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Όταν συζητιόταν το ζήτημα της μεταφοράς των υδάτων από τη Στυμφαλία στην Αθήνα, προέκυψαν ατέλειωτες συζητήσεις και αντιδράσεις, εκφράστηκαν απόψεις, έγιναν διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις. Όπως συμβαίνει συνήθως, όλοι εξέφραζαν την άποψή τους για το τι έπρεπε να γίνει, και βεβαίως, για το αποχετευτικό δίκτυο το οποίο που έπρεπε να δημιουργηθεί -περισσότερο για το ποιο σύστημα έπρεπε να ακολουθήσει η ελληνική πρωτεύουσα. Τότε μπήκε στη ζωή του Έλληνα και η γαλλική φράση «σύστημα tout-à-l’égout», οπότε, αναφερόμενοι οι ειδικοί στις σύγχρονες εγκαταστάσεις υγιεινής, απέδιδαν τον όρο ως «σύστημα το παν εις την υπόνομον (σ.σ.:όλα στον υπόνομο)», δηλαδή όλα στο αποχετευτικό δίκτυο. Στήλες ολόκληρες στις εφημερίδες για το νέο ζήτημα που πέρασε στις συζητήσεις των καφενείων για να γίνει το θέμα της ημέρας.
Αυτά συμβαίνουν το 1899. Κι ενώ όλοι συμμετείχαν στις πυρετώδεις συζητήσεις και τις προτάσεις, κάποιος έμενε αδιάφορος, αποφεύγοντας να ασχοληθεί με τα πεζά και υπόγεια τετριμμένα, προτιμώντας να κατευθύνει τη σκέψη του σε υψηλότερες, υπέργειες σκέψεις. Επρόκειτο περί του θεμελιωτού της Γλωσσολογίας στην Ελλάδα, τον 51ετούς τότε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεωργίου Ν. Χατζηδάκη. Εκείνον τον απασχολούσε το ζήτημα της ονομασίας των υπονόμων στους οποίους θα έφταναν τα άφθονα νερά. «Αγνοώ αν θα κατορθωθή να έλθωσιν εις την λεπτόγαιον Αττικήν τα ιερά της Στυμφαλίας νάματα ή μη» έγραφε σε επιστολή του, συμπληρώνοντας ότι εκείνος νοιαζόταν μόνο για το γεγονός ότι είχε υιοθετηθεί στις συζητήσεις ονομασία γαλλική, δηλαδή το «σύστημα tout-à-l’égout»[1].
Αναγνώριζε πως οι παλαιές λέξεις, όπως αμάρα, οχετός, ρινούχος, οζοθήκη, λαύρα κ.ά. δεν μπορούσαν να αποδόσουν τη νέα έννοια. Οπότε έπρεπε να βρεθεί μια νέα λέξη, σύμφωνα με τον Γ. Χατζηδάκη «εξ επιχωρίων στοιχείων συγκειμένη και δυναμένη να γίνη απ’ όλους ανεξαιρέτως γνώριμος και σαφής». Έτσι κατέληγε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να προκριθεί η λέξη «παντορρόη, παντορρόαι = όπου τα πάντα ρέουσι, κατά το υδρορρόη = όπου τα ύδατα ρέουσι». Οπότε και το σύστημα όπου θα κατέληγαν τα πάσης φύσεως υγρά, απόβλητα και νερά, θα μπορούσε να ονομαστεί «παντορροϊκόν σύστημα». Μια νέα ορολογία γεννιόταν και έμελλε να υιοθετηθεί στην επιστήμη και την καθομιλουμένη, αφού οι αρμόδιοι υιοθέτησαν το παντορροϊκό σύστημα, δηλαδή το ενιαίο αποχετευτικό σύστημα, στο οποίο καταλήγουν τα πάντα (όμβρια και ακάθαρτα).
Ήταν η εποχή κατά την οποία ο υπόγειος κόσμος των Αθηνών απασχόλησε υπέρμετρα την κοινή γνώμη. Ήταν ένα πρόβλημα που αναζητούσε λύση από το 1840, όταν κατασκευάστηκαν οι πρώτοι υπόνομοι στις οδούς Κολοκοτρώνη, Αιόλου και Ερμού, που κατέληγαν σε ρέμα του Κεραμεικού. Περίπου 20-30 χρόνια αργότερα κατασκευάστηκε ο πρώτος αγωγός που λειτουργούσε ως συλλεκτήρας και καλύφθηκε το ρέμα της οδού Σταδίου προς την Ομόνοια. Από εκεί μέσω της Πειραιώς και της Ζήνωνος έφτανε στον περίφημο Κυκλοβόρο, ο οποίος καλύφθηκε τη δεκαετία του 1880.
Αλλά όσο κι αν ήταν επιτυχής και υιοθετήθηκε η πρόταση του Γ. Χατζηδάκη, δεν ίσχυσε το ίδιο για το αποχετευτικό σύστημα των Αθηνών, όπου συνέχισε να πρωταγωνιστεί το βάρβαρο σύστημα των πρόχειρων βόθρων. Μέχρι που έφτασε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο δημοσιογράφος Νίκος Βεντήρης να αποκαλεί την Αθήνα «βοθρούπολη»[2]! Το δίκτυο της πρωτεύουσας παρέμενε καχεκτικό και χωρίς σχεδιασμό, διοχετευόταν στους χείμαρρους του Ιλισού, του Κηφισού και του Προφήτη Δανιήλ, δημιουργώντας δυσμενείς συνθήκες και καταστρέφοντας το φυσικό κάλλος και τον περιβάλλον.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 5 Μαρτίου 2015