ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ ΑΚΟΛΑΣΙΕΣ (1937)

(Φωτορεπορτάζ 15 Αυγούστου 2019)

του † Παύλου Παλαιολόγου

 

 

Ξετσίπωτο πλάσμα του ουρανού σε βλέπω κι’ απόψε εις την πληρότητά σου ολοστρόγγυλο και αδιάντροπο ν’ αλητεύης εις το στερέωμα. Θα ήθελα να σου τα πω την στιγμήν αυτήν που οι πιστοί σου βυθίζονται εις έκστασιν επί τη θέα σου. Να σου τα πω και να σε αποκαλύψω εις τα πλήθη των αφελών που σε λατρεύουν. Έτσι γυμνή, ολόγυμνη, όπως από την πρώτην ημέραν της αμαρτωλής υπάρξεώς σου, επρόβαλες κι’ απόψε από τις κορυφές του Υμηττού, και δεν βρέθηκε ουτ’ ένα συννεφάκι στο βεστιάριό σου για να καλύψη την αντιαισθητικήν αυτήν γυμνότητα.

Κι’ ας πούμε ότι δεν συνηθίζονται την εποχήν αυτήν τα συννεφάκια. Τι απέγιναν όμως οι άλλες τουαλέττες σου; Όταν κατέβαινες εις τα αρκαδικά βουνά ολόλευκον δέρμα σου είχε χαρίση, εις αντάλλαγμα των θωπειών σου, ο Παν, ένας από τους απείρους εραστάς σου. Μήπως εκάλυψες με το δώρον του ενός το άλλο θύμα σου, τον ατυχή εκείνον Ενδυμίωνα που αιώνας αιώνων τώρα κρατείς κοιμισμένον εις τις σπηλιές της Πάτμου;

Από που ν’αρχίσω το ξεφύλλισμα του βιβλίου των ακολασιών σου; Εσύ, παιδί μου, δεν έχεις ρεζιλέψη μόνον τον εαυτό σου, δεν εξηυτέλισες μόνον τον γεννήτορά σου Υπερίωνα, ένα ολόκληρο Τιτάνα, αλλά ντροπιάζεις και αυτήν την νύκτα με την λάμψι σου. Την εγνωρίσαμε σοβαρά κυρία με την ολόμαυρη κάπα και τα διακριτικά χρυσά κουμπάκια της. Της ρίχνεις προβολέα και την κάμνεις λαϊκή αγορά.

Μα δεν υπάρχει εκεί επάνω αστυνομία ηθών για να σε περιμαζέψη, ω τροτέζα των αιθέρων; Δεν άφισες και κανένα: Εις πρώτην ζήτησιν του Διός έπεσες εις τας αγκάλας και ούτε καν εφρόντισες να εξαφανίσης τον καρπόν των παρανόμων ερώτων σου. Έφερες εις τον ουρανόν την Πανδίαν και όλος ο Όλυμπος εφώναξε για το σκάνδαλον. Αλλά δεν σου έφθασε ένας ολόκληρος θεός. Τους πήρες γραμμή. Ως και στα βουνά της Αρκαδίας μας ήρθες να ταράξης την γαλήνην του Πανός. Βοά ο κόσμος με τους έρωτάς σου σε βουνοκορφές και σπήλαια. Και καρτ-ποστάλ ακόμη σας έκαμαν και σας έθεσαν σε κυκλοφορία.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Σώζονται τα νοσμίσματα των Πατρών που σε παρουσιάζουν έφιππον με τον πέπλον κυματίζοντα επάνω εις το κεφάλι σου να πλησιάζης τον Πάνα που σε περίμενε ακουμπισμένος επάνω στον βράχο. Ο φλογερώτερος όμως έρως σου έχει ανθίση εις το πλευρόν του Ενδυμίωνος. Πενήντα θυγατέρας απέδωκαν, ω αχόρταγη, οι εναγκαλισμοί σου με τον άμοιρον ποιμενα. Πως να μη βυθισθή εις ύπνον αιώνιον; Αλλά και έτσι διατηρεί την εμμορφιά εις τα νειάτα του και δεν αφίνεις βραδυά, αναίσχυντη, χωρίς να περάσης από τη σπηλιά για να χαρής τα κοιμισμένα κάλλη του.

Εσένα λοιπόν, κολασμένη γυναίκα, το γένος των μωρών ανθρώπων εξέλεξε ως σύμβολον του ρωμαντισμού. Σε σένα τα σμήνη των ποιητών αφιερώνουν την έμμετρον φλυαρίαν των. Σε βλέπουν ωχράν, τρέμουσαν, φθισιώσαν, αργυράν και ευαίσθητον, ω μητέρα των πενήντα νόθων! Πως να μη σουρώσης και συ το πρόσωπον εις μορφασμόν σαρκασμού; Ρωμαντική εσύ, που μόλις σε αντικρύση η πόλις καταλαμβάνεται από παραλήρημα! Οίστρος αχαλινώτου ερωτισμού εκυρίευσε το κέντρον και τα τέρματα και όλοι εξώρμησαν προς τα βουνά και τις θάλασσες, προς τις ρίζες των δένδρων και τις κοιλότητες των βράχων, προς τας αρχαιότητας και προς τις εξοχικές μπύρες, προς τα υψώματα της Ακροπόλεως και προς αυτά τα κατεδαφιζόμενα περίπτερα της εκθέσεως του Ζαππείου, των οποίων η τελευταία –και η ωραιοτέρα- πράξις ήτο να προσφέρουν ανέξοδον καταφύγιον εις τα ζεύγη των αστέγων.

Ρωμαντισμός να σου πετύχη! Απόψε και τα νήπια αναζητούν το παγκάκι τους. Απόψε παρεφρόνησε το μικρεμπόριον και κραύγαζε εν τω μέσω της νυκτός διαφημίζον την «παγωμένην» του. Απόψε ως και η συνετή συνοικία εξεχύθη στις πόρτες της και δεν εννοεί να γαληνεύση μέχρι των πρωϊνών ωρών. Βοή πανηγύρεως και πυρετός ζωής φλογίζει την θερινήν νύκτα. Δεν απέμεινε παρά η κιθάρα του ερημικού δρόμου διά να σώση την τιμήν της ρωμαντικής παραδόσεως. Αλλά κι’ αυτή, έννοια σου… Συνθηματικοί είνε οι καϋμοί που αναδίδει. Μόλις εύρουν ανταπόκρισιν εις το απέναντι παράθυρον θα σιγήση και θα ανέβη με τις μύτες των παπουτσιών τις σκάλες της υπηρεσίας.

Σύμβολον του ρωμαντισμού, εσύ πλάσμα διεφθαρμένον! Ας όψεται των ποιητών το γένος. Αλλά το γνωρίζεις από παλαιούς καιρούς το γένος αυτό που έχει πάντα μεσάνυχτα χωρίς –θα σε ονοματίσω ακατονόμαστη –πανσέληνον.