Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στον δρόμο που οδηγεί από το Μενίδι στην Κηφισιά, πάνω στην πλαγιά απ’ όπου κατέβαινε παλαιότερα ένα γεμάτο πεύκα και πλατάνια ρέμα, βρίσκεται το μονύδριο της Παναγίας της Χελιδονούς! Ό,τι έχει απομείνει από ένα μικρό οικοδομικό συγκρότημα που ήταν προσαρμοσμένο στη φυσική κλίση της όχθης της ρεματιάς ενός από τους κύριους κλάδους σχηματισμού του Κηφισού, βορειοανατολικά της Κηφισιάς, στη θέση Αδάμες. Μια γωνιά της αττικής γης που περιβάλλεται από ατελείωτους μύθους, δοξασίες και θρύλους που διασώζονται σε γραπτές αλλά και προφορικές πηγές.
Άλλοι θέλουν το όνομα να οφείλεται στην οικογένεια Χελιδώνη, κάποιοι στον αρχαίο Δήμο Χελιδονίας, ενώ οι περισσότεροι στηρίζουν θρύλους για ένα χελιδόνι που στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έσωσε χριστιανούς οι οποίοι κινδύνευαν ή υπήρξε μάρτυρας θαυμάτων. Ένας από τους παλαιότερους ιδιοκτήτες της περιοχής, ο μπαρμπα- Γιώργης Διονυσιώτης επιμένει πως όταν ένα μουγγό κοριτσάκι επισκέφθηκε το εκκλησάκι αντίκρισε ένα χελιδόνι και αναφώνησε «Ένα χελιδόνι, ένα χελιδόνι»[1]!
Θρύλοι και παραδόσεις
Αναμφισβήτητο είναι πάντως το γεγονός ότι πολύ κοντά στην Κηφισιά υπήρχε το Νυμφαίο, σπήλαιο λατρείας των Νυμφών, όπου τελούνταν τελετές, τα περίφημα Νυμφαία. Ίσως λοιπόν το πυκνό φύλλωμα των φυτών και των δένδρων και τα άφθονα νερά που έτρεχαν μέσα και γύρω από το σπήλαιο να δημιουργούσαν τον ιδανικό χώρο για τη λατρεία των Νυμφών.
Εξάλλου, οι λαϊκοί θρύλοι ήθελαν στο ρέμα της Χελιδονούς να υπάρχουν νεράιδες και δράκοι. Μάλιστα, λέγεται πως κάποτε ένας μοναχός –δεν διέσωσε η παράδοση το όνομά του– που διέμενε σε μια καλύβα στον Κηφισό, κυνήγησε με ξόρκια τις νεράιδες. Τις έκλεισε σε μια σπηλιά και ο Σταυρωμένος του ιερού τις φόβιζε. Κόντεψαν λοιπόν να πεθάνουν από πείνα και δίψα. Μια γυναίκα μαυροφορεμένη τις έκλεισε μέσα στο πέπλο της και όταν το άνοιξε πλήθος χελιδόνια πέταξαν στον ουρανό. Να μια ακόμη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος της Χελιδονούς[2]!
Ακόμη και ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Αττική στα μέσα του 19ου αιώνα υπέκυψαν στη γοητεία των θρύλων. Αλλά και ο σύγχρονος ερευνητής Στ. Μουζάκης μάς παραδίδει έναν ακόμη όμορφο θρύλο. Αναφέρει πως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μόναζαν στο μικρό μοναστήρι λίγες καλόγριες. Ο πασάς του Μενιδίου θέλησε να το καταστρέψει και να τις ατιμάσει. Εκείνες παρακάλεσαν την Παναγία να τις σώσει. Η Παναγία τις άκουσε και τις μεταμόρφωσε σε χελιδόνια. Το ανθρώπινο δέος, μπροστά στα χιλιόχρονα πλατάνια με τις τεράστιες κουφάλες τους, έδινε στη φύση υπερκόσμιες δυνάμεις που συνόδευαν το εξαιρετικού κάλλους τοπίο.
Η παράδοση ήθελε στο μεγαλύτερο πλατάνι, το οποίο βρισκόταν στο πλάτωμα της εκκλησίας που σώζεται μέχρι τις ημέρες μας, να ζει ο φοβερός δράκος στον οποίο ανήκε το πυκνό ρουμάνι του Κηφισού! Μ’ αυτούς τους μύθους πέρασαν οι αιώνες για να έρθει η απομυθοποίηση με πεζούς και καταστροφικούς για το περιβάλλον τρόπους. Τα νερά της Χελιδονούς τα πήρε η ΟΥΛΕΝ για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού που συγκεντρωνόταν στην πρωτεύουσα. Τα τελευταία πλατάνια –ανάμεσά τους και εκείνο του «δράκου»– ξυλεύτηκαν στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και ο ανθρώπινος νους χωρίς το δέος της φύσης δεν παράγει πλέον νέους μύθους[3].
Το Μοναστήρι
Όποιος περνά σήμερα από την περιοχή, δεν φαντάζεται εύκολα πως εκεί υπήρχε μοναστήρι. Η τοπογραφία της περιοχής έχει αλλάξει. Αλλά φαίνεται πως το μοναστήρι είχε ανεγερθεί γύρω στον 14ο με 15ο αιώνα και ανακαινίστηκε πολλές φορές. Παρά το γεγονός ότι οι πρόσφατες τοιχογραφίες του συντηρήθηκαν τη δεκαετία του 1990 δεν έγιναν δημοσιεύσεις για τη χρονολόγησή τους[4].
Έτσι παραμένουμε στις εικασίες πως οι πρώτες τοιχογραφίες χρονολογούνται στον 16ο αιώνα, ενώ ακολούθησαν και άλλες τους επόμενους αιώνες. Είναι όμως θαυμαστή, ακόμη και για τους αμύητους στην τέχνη της αγιογραφίας, η Κοίμηση και Μετάσταση της Θεοτόκου. Πάντως, έως το 1968 η Παναγία Χελιδονού θεωρείτο μετόχι του Αγίου Βλασίου, της Μητρόπολης του Μενιδίου. Τότε παραχωρήθηκε στην Αγία Τριάδα Κηφισιάς[5].
Το πανηγύρι της Χελιδονούς
Εάν δεν υπήρχαν η λιτανεία της Κηφισιάς και το πανηγύρι της Χελιδονούς, θα παρερχόταν απαρατήρητη η γιορτή της «Αποδόσεως εις την Κοίμησιν», δηλαδή τα γνωστά μας «Εννιάμερα της Παναγίας», σημείωνε ο Δημ. Καμπούρογλους[6] γνωρίζοντας πως η Χελιδονού γιορταζόταν δύο φορές τον χρόνο: την Πρωτομαγιά και στις 23 Αυγούστου, ημέρα γιορτής της Μετάστασης της Θεοτόκου.
Ήταν σπουδαίο πανηγύρι με κλαρίνα, λατέρνες, χορούς, κρασί, υπαίθρια διασκέδαση και γαϊδουροδρομίες. Προσκυνητές από τα Μεσόγεια, Κηφισιά, Μαρούσι, Μενίδι, Κουκουβάουνες συνέρρεαν στον ιερό χώρο.
Οι Μενιδιάτες μετά το τέλος του πανηγυριού συναγωνίζονταν με τις σούστες και τα άλογα ποιος θα φτάσει πρώτος στο χωριό. Από την περίοδο της Κατοχής του 1940 η Χελιδονού άρχισε να εορτάζεται από τους Μενιδιάτες και τους Κουκουβανιώτες χωρικούς στις 15 Αυγούστου, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου[7].
Το «φωτάναμα» της Χελιδονούς
Χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο που κάνει τη Χελιδονού της Αττικής ακόμη πιο ελκυστική είναι το περίφημο «φωτάναμα». Έτσι καλείται συνήθως κελί ή χώρος που βρισκόταν συνήθως μέσα στον περίβολο του μοναστηριού, όπου κατέφευγαν οι μοναχοί κατά τη διάρκεια των ολονυκτιών και εκ περιτροπής για να ζεσταίνονται και να πίνουν μια κούπα ζεστό ρόφημα τις παγερές νύχτες του χειμώνα. Δηλαδή επρόκειτο για βοηθητικά κτίσματα μοναστηριών, κυρίως σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές όπου σημειώνονταν μεγάλες διαφορές θερμοκρασιών.
Όπως κατέγραψε ο Στέλιος Μουζάκης[8], στα ελάχιστα «φωτανάματα» που έχουν καταγραφεί, αυτό της Χελιδονούς ξεχωρίζει διότι είναι το πρώτο που εντοπίζεται σε σπήλαιο.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 11 Αυγούστου 2012