Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Παλαιά, παλαιότατη είναι η υπόθεση με τα τραπεζοκαθίσματα και τις αλόγιστες επεκτάσεις τους στους ελεύθερους και κοινόχρηστος χώρους της πρωτεύουσας. Μέχρι που είχε εμπνεύσει τον ευρηματικό και χαριτολόγο δημοσιογράφο και ποιητή Ιωάννη Καμπούρογλου, το 1886, να γράψει ένα περίφημο άρθρο υπό τον τίτλο «Τα βαδίζοντα τραπεζάκια»! «Βαδίζουν ολονέν τα τέσσερα ποδάρια των», έγραφε ο πνευματώδης εκδότης. Παρέδιδε έτσι μία γραφική νότα, μέσω της οποίας σατίριζε την κατάσταση που επικρατούσε στις κεντρικές πλατείες των Αθηνών.
Οι πάσης φύσεως Αρχές διαχρονικά επιδείκνυαν ανοχή στην παρανομία διότι «τα λεφτά είναι πολλά και το κόλπο είναι μεγάλο», όπως είναι η φράση του συρμού. Με το πέρασμα των ετών η κατάσταση τροποποιείται, συνήθως προς το δυσμενέστερο. Όπως π.χ. στην πλατεία Ομονοίας. Πέρασε από διάφορες φάσεις. Σε παλαιότερα έτη ήταν πολλές οι διαμαρτυρίες, διότι οι καταστηματάρχες άπλωναν τα τραπεζάκια τους αλόγιστα στην πλατεία καθώς επεκτείνονταν σε όλα τα μήκη και πλάτη της.
Αργότερα η πλατεία άλλαξε σχήμα και λειτουργία και ερημώθηκε, ώσπου έφθασαν οι Αρχές να καλούν τους καταστηματάρχες να απλώσουν τα τραπεζάκια τους στην πλατεία Ομονοίας, όπως και έγινε. Εκεί όμως που δεν επαναλήφθηκε το φαινόμενο είναι η «αριστοκρατική» πλατεία Συντάγματος. Αποτελούσε την κορωνίδα των υπερβολικών καταλήψεων χώρων, όταν οι καταστηματάρχες προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τους πολυπληθείς πελάτες που έσπευδαν να απολαύσουν τα ανοιξιάτικα απογεύματά τους στις κεντρικές πλατείες της πόλης.
Στην πλατεία Συντάγματος, λοιπόν, στηνόταν ένα ανεπανάληπτο πανηγύρι. Δίπλα στα τραπεζάκια του περίφημου «Καφενείου Γιαννόπουλου», έσπευδε να απλώσει τα δικά του το «Εστιατόριον των Αθηνών» και παραδίπλα το πρώτο «Καφέ Ρεστωράν»! Έτσι έβλεπε κανείς «τα τραπεζάκια βαδίζοντα να κατακτώσιν έδαφος και να ομοιάζουν συγκρουόμενα μεταξύ τους». Τις ανοιξιάτικες ημέρες, όταν ο ιπποσιδηρόδρομος επέστρεφε από το Φάληρο –όπου πήγαιναν τη βόλτα τους οι κάτοικοι του άστεως– το πανηγύρι της πλατείας γινόταν πολύχρωμο και μοναδικό.
Μόνον τη Μεγάλη Εβδομάδα τα πάντα προσαρμόζονταν στην κατάνυξη των ημερών. Οι καταστηματάρχες ήταν πιο προσεκτικοί στις… επεκτάσεις τους, οι σερβιτόροι χαμήλωναν τον τόνο της φωνής τους και η κίνηση μειωνόταν τις ώρες λειτουργίας των εκκλησιών. Την ημέρα του Επιταφίου τα καταστήματα δεν έκλειναν. Μάζευαν όμως τα τραπεζάκια από την πλατεία, χαμήλωναν τα φώτα τους και οι θαμώνες έβγαιναν, κρατώντας κεράκια, για να παρακολουθήσουν τους τρεις Επιταφίους που συναντιούνταν στην πλατεία Συντάγματος.
Όσο για την κατάσταση με την αλόγιστη επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων και παρά τις κατά καιρούς ισχύουσες διατάξεις συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα για να φθάσει έως τις ημέρες μας. Οπωσδήποτε η πόλη, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες χρειάζονται χώρους για να απολαμβάνουν τον καφέ και τον ήλιο. Αλλά όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο αυτό πρέπει να γίνεται με τάξη, σχεδιασμό και συντονισμένα ώστε να διευκολύνονται όλες οι λειτουργίες της πόλης και να εξυπηρετούνται εξίσου οι ελεύθεροι περιπατητές.
Το ζήτημα των τραπεζοκαθισμάτων, από τον 19ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας, δεν απασχόλησε μόνον τις αρμόδιες Αρχές και τους πάσης φύσεως ενδιαφερομένους, υπέρμαχους και μη. Απασχολούσε κατά καιρούς την επικαιρότητα αλλά και τους χρονογράφους οι οποίοι εξέφραζαν τις απόψεις τους, περιγράφοντάς μας και τον κοινωνικό περίγυρο κάθε εποχής. Η συλλογή και αναδημοσίευση όλων όσων έχουν γραφεί θα μπορούσαν να συμβάλουν στη σύγχρονη αθηναιογραφία. Όπως ένα χρονογράφημα του Σπύρου Μελά δημοσιευμένο το 1945 στο οποίο ανέφερε χαρακτηριστικά: «Σε καμμιά πρωτεύουσα της γης δεν υπάρχουν τόσα τραπεζάκια, με τόσες καρέκλες και τόσα πόδια το ένα επάνω στ’ άλλο. Μα δε μουδιάζουν, επί τέλους, οι άνθρωποι αυτοί; Αν εγώ ήμουν έτσι βιδωμένος επί τόσες ώρες, σε μια καρέκλα, θα ήθελα κατόπιν μια γερή εντριβή».