Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στις τρεις τα ξημερώματα της 9ης Δεκεμβρίου 1902 ένας σιδεράς και ο βοηθός του, φορτωμένοι με τα απαραίτητα εργαλεία, ανέβαιναν τη λυόμενη πυροσβεστική σκάλα για να διαρρήξουν το Ελληνικό Kοινοβούλιο. Παντού επικρατούσε σκοτάδι που δεν μπορούσαν να διαλύσουν τα φανάρια του φωταερίου που τρεμόσβηναν. Από κάτω δύο εισαγγελείς και περισσότεροι από πέντε κυβερνητικοί βουλευτές παρακολουθούσαν την επιχείρηση, η οποία είχε αποφασιστεί λίγο νωρίτερα στο σπίτι του Πρωθυπουργού όπου συνεδρίασε προχείρως το Υπουργικό Συμβούλιο. Η απόφαση ήταν ολιγόλογη: «Δι’ οιουδήποτε τρόπου να καταληφθή η Βουλή αποβαλλομένου παντός όστις ήθελεν ευρεθή εν αυτή»!
Η εκπόρθηση της Βουλής δεν χρειάστηκε παρά μόνον πέντε λεπτά. Δύο εισαγγελείς, οι παρευρισκόμενοι βουλευτές και μερικοί ακόμη έμπιστοι άνθρωποί τους εισέρχονταν κανονικά από την πόρτα, η οποία ξανάκλεισε ερμητικά. Απέξω έμειναν ακοίμητοι φρουροί αστυφύλακες και εύζωνοι. Μπήκε μόνον ο γερο-Τσαρλαμπάς, όπως αποκαλούσαν τον υπέργηρο βουλευτή Λευκάδας Ευάγγελο Τσαρλαμπά, ο οποίος κάθισε στη θέση του Προέδρου της Βουλής και ξανασηκώθηκε μετά από πολλές ώρες και αφού ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ είχε εκφωνήσει τον απαραίτητο λόγο εν όψει της ενάρξεως της Α’ Συνόδου της ΙΣΤ’ Βουλευτικής Περιόδου. Ο Γ. Σουρής δεν έχανε την ευκαιρία να γράψει στο «Ρωμηό» του: «Άλωσις του σωτηρίου / και κλεινού Βουλευτηρίου».
Ο δικομματισμός και οι γέροι Πρόεδροι
Ήταν η εποχή που ο δικομματισμός βρισκόταν στο απόγειό του και από τα έδρανα της Βουλής ξιφουλκούσαν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ηγέτης του πολιτικού σχηματισμού «Εθνικόν Κόμμα», και ο Γεώργιος Θεοτόκης με το «Νεωτερικόν Κόμμα». Περίπου δύο εβδομάδες νωρίτερα, στις 17 Νοεμβρίου 1902, είχαν διεξαχθεί εκλογές στις οποίες τα δύο μεγάλα κόμματα ανεδείχθησαν ισόπαλα καταλαμβάνοντας το καθένα από 102 έδρες. Ρυθμιστής εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος Ζαϊμης, ο οποίος κατόρθωσε να συγκεντρώσει 19 βουλευτές. Παρά το γεγονός ότι ο βασιλιάς ήθελε να αναθέσει την εξουσία στους Θεοτόκη – Ζαϊμη, η «γηραιά αλεπού» της πολιτικής, ο Δηλιγιάννης, κατόρθωσε να σχηματίσει εκείνος Κυβέρνηση. Αλλά η εκλογή Προέδρου της Βουλής δεν κατορθωνόταν λόγω των διαπραγματεύσεων για προσχώρηση στην κυβερνητική παράταξη πολλών βουλευτών. Η συναλλαγή είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Δ. Ράλλης αποκαλούσε τους βουλευτές «τυχοδιώκτες» και «γυρολόγους» γιατί έδωσαν την ψήφο τους στον Δηλιγιάννη αποκομίζοντας οφέλη διαφόρων ειδών.
Η εκλογή Προέδρου της Βουλής εξελισσόταν σε μείζον πολιτικό ζήτημα. Σύμφωνα με τον Κανονισμό, ο Πρόεδρος της Βουλής που διαλυόταν διηύθυνε τη Βουλή μέχρι τη νέα Σύνοδό της. Αφού η νέα Σύνοδος δεν είχε ξεκινήσει, παρέμενε στη Βουλή ο προηγούμενος Πρόεδρος Ρετσίνας διατηρώντας τους υπαλλήλους του Θεοτόκη, δηλαδή της προηγούμενης Κυβέρνησης. Την ημέρα που θα ξεκινούσε τις συνεδριάσεις της η Βουλή και θα διαβαζόταν ο καθιερωμένος βασιλικός λόγος η θέση έπρεπε να παραδοθεί σε έναν προσωρινό Πρόεδρο. Αλλά ποιος θα ήταν αυτός; Οι «Θεοτοκικοί» ήθελαν τον Δημήτριο Τραυλό και οι «Δηλιγιανικοί» τον Ευάγγελο Τσαρλαμπά. Αμφότεροι ήταν άνω των 80 ετών, αλλά το κάθε κόμμα εμφάνιζε τον δικό του γηραιότερο του άλλου. Υπερτερούσαν όμως από θέση οι «Θεοτοκικοί», αφού κατείχαν τη Βουλή και τα κλειδιά και αρνούνταν να δεχτούν οιαδήποτε συναλλαγή.
Υπουργικό Συμβούλιο και… γενναίοι κλειδαράδες
Ο Δηλιγιάννης κάλεσε τον διευθυντή της Αστυνομίας, τον περίφημο για τα βαμμένα μαλλιά του και το τσιγκελωτό μουστάκι του Ιωάννη Γενήσαρλη. Του ζήτησε όπως πάση θυσία εκκενώσει το Κοινοβούλιο από τους αντιπάλους του. Ο Γενήσαρλης επιχείρησε ειρηνικά να καταλάβει τη Βουλή, αλλά βρήκε την αντίσταση του διευθυντή της Θεόδωρου Φαρμακόπουλου, ήδη εκλεγέντος βουλευτή με την παράταξη του Θεοτόκη. Εν ολίγοις ο Φαρμακόπουλος απαγόρευσε την παραμονή αστυνομικής δυνάμεως εντός του κτιρίου επικαλούμενος τον Κανονισμό που όριζε ότι «τα της ευταξίας της Βουλής ανήκουσιν εις αυτήν». Ίσχυε δηλαδή «άσυλο» για το Κοινοβούλιο και η Αστυνομία έπρεπε να παραμείνει έξω από την πόρτα. Αλλά ο Γενήσαρλης ήταν αμετάπειστος και έφευγε για να επανέλθει με δύναμη εκατό ανδρών προς κατάληψη του κτιρίου. Εν τω μεταξύ, όμως, ο Φαρμακόπουλος πήρε τα κλειδιά και αποχώρησε σαν «κύριος» κλείνοντας ερμητικά τις εισόδους.
Ακολούθησαν κωμικοτραγικά περιστατικά, με τον Γενήσαρλη να προσπαθεί να καταλάβει τη Βουλή και τους ανθρώπους του Θεοτόκη να τον αποτρέπουν. Ο Δηλιγιάννης, αφού ενημερώθηκε για τα καθέκαστα, συγκάλεσε Υπουργικό Συμβούλιο στο σπίτι του προκειμένου να αποφασιστεί τι μέλλει γενέσθαι. Με το ξημέρωμα έπρεπε η Βουλή να έχει περιέλθει στα χέρια του. Έτσι, με δικές του οδηγίες οργανώθηκε η επιχείρηση. «Κι έφεραν σιδηρουργούς για να σπάσουν τις βαριές / και μεγάλες κλειδαριές, / και των κλείθρων θραυομένων και σπαρακτικώς τριζόντων / εκρατύνετο το κράτος των θεσμών των στεναζόντων», όπως έγραφε ο Γ. Σουρής.
Η… εγκατάσταση του Ευ. Τσαρλαμπά
Τελικά τρύπωσαν από ένα παράθυρο της Βουλής, άνοιξαν τις πόρτες και άρχισαν να ψάχνουν παντού μήπως οι «Θεοτοκικοί» είχαν κρύψει κάπου τον διεκδικητή της θέσης εκ μέρους των αντιπάλων βουλευτή Κραναίας Δ. Τραυλό. Αλλά εκείνος κοιμόταν μακαρίως στο κρεβάτι του ξενοδοχείου του. Για καλό και για κακό έβαλαν να κάτσει στη θέση του Προέδρου κάποιος κυβερνητικός οπαδός, περιμένοντας τον υπέργηρο Τσαρλαμπά, ο οποίος εμφανίστηκε τα χαράματα. Αφού κάθισε στην προεδρική καρέκλα, του έδωσαν να υπογράψει την απόλυση του διευθυντού της Βουλής Θ. Φαρμακόπουλου και των συν αυτώ. Μετά απόλαυσε ένα μεγάλο ποτήρι γάλα με κουλουράκι και έδωσε το «σύνθημα» για να επελάσουν εντός Βουλής οι κομματικοί φίλοι του Δηλιγιάννη. Ο δε Σουρής φρόντιζε να στολίσει καταλλήλως τον Πρόεδρο: «Προς χάριν σου ‘γινήκαν πανηγύρια, / για σένα μπήκαν νύκτα στη Βουλή, / κι έσπασαν κλειδαριές και παραθύρια / κι άναψαν και τα φώτα μπαμπαλή».
Εκείνη την ημέρα καταστράφηκαν σχεδόν όλες οι κλειδαριές της Βουλής αφού ο αποχωρήσας διευθυντής είχε φροντίσει να κλειδώσει τις πόρτες και να πάρει μαζί του τα κλειδιά! Ο Τσαρλαμπάς παρέμεινε ακίνητος στη θέση του ακόμη και όταν άρχισαν να εισέρχονται οι επίσημοι, από τον βασιλιά μέχρι τον Αρχιεπίσκοπο για την ορκωμοσία. Ο μόνος που δεν κατάλαβε τι συνέβη ήταν ο άκακος γέροντας Τραυλός «εκπεπληγμένος διά τον θόρυβον, όστις γίνεται δι’ αυτόν»! Αφού τελείωσε η τελετή και έφυγαν οι επίσημοι ο προσωρινός Πρόεδρος Τσαρλαμπάς έσπευσε να υπογράψει τις απολύσεις όλων σχεδόν των υπαλλήλων, από τον ταμία μέχρι τον γραμματέα των πρακτικών, και να διορίσει τους «δικούς» του. Τον επίλογο είχε ο Σουρής που έγραψε, «Μένος λυσσαλέον / δύο γηραλέων».