Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στις αρχές της δεκαετίας 1950 η εταιρεία «Πίτσος» πλάσαρε στην αγορά δύο προϊόντα. Τη γκαζιέρα και το καμινέτο. Αμφότερα έμελλαν να συντροφεύσουν τα σπιτικά επί δυόμιση δεκαετίες περίπου, να γίνουν το απαραίτητο εργαλείο της κουζίνας σε όλα τα σπίτια και το απαραίτητο σκεύος ιδιαίτερα για τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες στα φτωχόσπιτα. Συνδέθηκαν με τις παιδικές αναμνήσεις, το γάλα, τον καφέ και το μαγείρεμα, το ζέσταμα του νερού για το μπάνιο αλλά και δεκάδες ατυχήματα. Βεβαίως οι ονομασίες καμινέτο και γκαζιέρα ήταν γνωστές από τα προπολεμικά χρόνια.
Ως προς το πρώτο, το καμινέτο αναφερόταν με αρνητική χροιά λόγω της πληθώρας των ατυχημάτων που προκαλούντο από τη χρήση του. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που σημειώνονταν απώλειες ζωών, κυρίως στα λαϊκά σπίτια στα οποία τα καμινέτα ήταν σε ευρεία χρήση. Το κλίμα που επικρατούσε, τα προπολεμικά χρόνια, απέδωσε μέσω των στηλών της «Εστίας» ο Λαύρας, με ένα χρονογράφημα που είδε το φως το 1936. Ως προς τις γκαζιέρες αφορούσε σε συσκευές που είχαν σχέση με το γκάζι, όπως δηλώνει και το όνομά τους.
Καμινέτα και γκαζιέρες
Ωστόσο την ονομασία αυτή, γκαζιέρα, χρησιμοποίησε η εταιρεία «Πίτσος», τα μεταπολεμικά πλέον χρόνια, στη διαφημιστική της εκστρατεία για τις μπακιρένιες μικροσυσκευές που λειτουργούσαν με οινόπνευμα ή πετρέλαιο! Έξι βασικούς τύπους προώθησε στην αγορά η εν λόγω εταιρεία, η οποία πέτυχε υψηλές πωλήσεις και ακόμη περισσότερο μια θέση στην κοινωνική ζωή των ελληνικών τόπων. Τα είδη που προωθήθηκαν εκείνη την εποχή θυμούνται οπωσδήποτε οι παλαιότεροι. Ήταν δύο τύποι καμινέτων που λειτουργούσαν με οινόπνευμα. Ένα μεγάλο που έψηνε από έναν καφέ μέχρι μισή οκά γάλα και ένα μικρό που έψηνε καφέ και δύο οκάδες γάλα.
Όσο για τις γκαζιέρες κυκλοφόρησαν σε τέσσερις τύπους που λειτουργούσαν με πετρέλαιο. Ο μικρότερος και πιο δημοφιλής τύπος, με τρία ποδαράκια, μπορούσε να ψήσει από έναν καφέ και να μαγειρέψει για τέσσερα άτομα. Ακολουθούσαν διάφοροι τύποι με άλλα μεγέθη, ενώ η μεγαλύτερη γκαζιέρα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση μαγειρέματος περισσότερων από δέκα ατόμων. Η γκαζιέρα αντικαθιστούσε την παραδοσιακή φουφού και καταλάμβανε τη θέση της παντού, λειτουργώντας και ως θερμαντικό μέσον. Μέσα στο λουτρό για να ζεσταίνει το νερό αλλά και τον χώρο την ώρα του μπάνιου.
Σκεύος απαραίτητο
Κυριάρχησε στους προσφυγικούς καταυλισμούς που υπήρχαν ακόμη και στο κέντρο των Αθηνών. Περιγράφοντας ο Κώστας Νίτσος τον συνοικισμό του Ασυρμάτου, κάτω από τον λόφο Φιλοπάππου, το 1951, απεικόνιζε πως ζούσε μια οικογένεια οκτώ ατόμων σε ένα δωμάτιο 3Χ2 τετρ. μέτρα[1]. Χωρίς κουζίνα, αποχωρητήριο ή άλλον βοηθητικό χώρο. Μεταξύ των άλλων φρόντισε να μας διασώσει και τον οικιακό εξοπλισμό που αποτελούσαν ένα τραπέζι, μία γκαζιέρα, ένα τηγάνι, ένας τέντζερης, λίγα πιάτα, ένα μπαούλο και ένα κρεβάτι.
Ωστόσο, η γκαζιέρα ήταν και το απαραίτητο σκεύος για την εξοχή. Ο πρόχειρος μεταλλικός επικρεμάμενος μικρός νιπτήρας, η σκάφη, το καζάνι, το μαστέλο, το δικτυωτό φανάρι για τα φαγητά, η χύτρα και η γκαζιέρα ήταν μικρογραφία του νοικοκυριού στον παραθερισμό στη σκηνή ή σε κάποιο παράπηγμα. Η επιτυχία του προϊόντος προκάλεσε βεβαίως και μεγάλο ανταγωνισμό στην αγορά. Επικράτησαν τα ελληνικά προϊόντα και μεγάλος ανταγωνιστής της εταιρείας «Πίτσος» ήταν οι γκαζιέρες του Παπαρρήγα Βόλου (Πυρσός).
Εξέλιξη
Οι ηλεκτρικές συσκευές ήταν ο θάνατος της γκαζιέρας, η οποία ωστόσο αντιστάθηκε σθεναρά. Διότι από το 1952 κυκλοφορούσε το σύνθημα «Ο Πολιτισμός στο σπίτι»[2]. Μάλιστα, το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε εγκύκλιο προς όλα τα γυμνάσια θηλέων Αθηνών και Πειραιώς, προκειμένου οι τελευταίες τάξεις να επισκεφθούν τα εργοστάσια για να γνωρίσουν τις μεγάλες τεχνολογικές κατακτήσεις. Η φουφού, η σκάφη και η γκαζιέρα καλούνταν να παραχωρήσουν τις θέσεις τους.
Πλέον κυριαρχούσαν οι μοντέρνες ηλεκτρικές συσκευές που εισάγονταν σωρηδόν από την Αμερική και την Ευρώπη. Πράγματι, στις βιτρίνες εμφανίζονταν οι ηλεκτρικές συσκευές που με ένα γύρισμα του κουμπιού μαγείρευαν, σκούπιζαν, έπλεναν, έκαναν την μπουγάδα. Αλλά ο πολιτισμός προτιμούσε τα πλούσια σπίτια και οι συσκευές αυτές άργησαν να εισέλθουν στα φτωχόσπιτα. Στις γειτονιές συνέχισαν να συνυπάρχουν η φουφού, η σκάφη και η γκαζιέρα που περνούσαν ως προικιά από τις μαννάδες στις κόρες.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 30 Νοεμβρίου 2018