Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Φτιασμένη με της φύσεως τα Θεία Δώρα,
πρασινωπή, ευωδιασμένη και μεγάλη
προβάλει χαρωπή και ανθοφόρα
η ξακουστή και όμορφη Εκάλη!
Ηλίας Σταύρου (Φυσιολατρικά)
Με αυτούς τους στίχους ο ποιητής Ηλίας Σταύρου, συνεπαρμένος από την ιστορία και το περιβάλλον, περιέγραφε το υπέροχο προάστειο το οποίο θεμελιώθηκε με πανηγυρικό τρόπο στις 18 Μαρτίου 1923[1]. Ήταν η ίδια χρονιά που σχεδιαζόταν και το Ψυχικό, και η Αττική φαινόταν να εναρμονίζεται με τα διεθνή ρεύματα που ήθελαν την αρμονική και σε κλίμα ρομαντισμού ανάπτυξη κηπουπόλεων.
Η Εκάλη υπήρξε το όνειρο του δραστήριου και παραγωγικού πολιτικού μηχανικού Σπήλιου Θ. Αγαπητού (1877-1943). Όπως έγραφε προπολεμικά ο Κώστας Στούρνας[2], την ημέρα εκείνη ιδρύθηκε μία πρότυπη δασούπολις! Ο ίδιος μας παρέδωσε και θαυμάσια περιγραφή (1939): Από το ένα μέρος η πεδιάδα της Κηφισιάς μέχρι την Αθήνα και στο βάθος η θάλασσα του Φαλήρου και της Σαλαμίνας.
Από το άλλο μέρος η κοιλάδα του Κηφισού με την πανέμορφη ομορφιά του Φασίδερι και από πάνω το Τατόι και η Πάρνηθα με τις δικές τους ομορφιές. Πιο πέρα, βορειοανατολικά, τα δασικά συμπλέγματα της Σταμάτας και του Μπογιατιού, πλαισιωμένα από τις απαλές γαλάζιες κορυφογραμμές των βουνών της Εύβοιας. Προς Νότο τα καταπράσινα κράσπεδα της βόρειας Πεντέλης με το χαρωπό πράσινο, που έδινε την εντύπωση της φρέσκιας ακουαρέλας.
Η απόφαση
Ο Σπ. Αγαπητός συμμετείχε αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο συνέδριο «Κατοικία και Κηπούπολις» (Garden City), το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1920[3]. Τότε είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί πολλούς ιδρυόμενους εξοχικούς συνοικισμούς.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το καλοκαίρι 1921, είχε πλέον τον πόθο της δημιουργίας κοντά στο κέντρο των Αθηνών μιας δασουπόλεως. Περιηγήθηκε όλη την Αττική, βήμα προς βήμα, με τη διπλή ιδιότητα του πεζοπόρου και του φυσιολάτρη. Σκοπός του να εντοπίσει το καταλληλότερο μέρος.
Τριγυρνώντας στην Πεντέλη και φθάνοντας εκεί όπου δημιουργήθηκε η Εκάλη, στάθηκε μαγεμένος στο δάσος. Εκεί πήρε και τη μεγάλη απόφαση. Μέχρι τότε μόνον λίγοι φυσιολάτρες της εποχής έφθαναν εκεί. Ακούγονταν μόνον τα κελαηδήματα των πουλιών και το κουδούνισμα των κοπαδιών των ποιμένων της Πεντέλης. Έφθαναν εκεί από τον Κοκκιναρά, από το Καστρί, τον Διόνυσο και άλλες περιοχές. Εντός πέντε μηνών από τη θεμελίωση του συνοικισμού κατοικείτο και η πρώτη έπαυλη που ήταν, φυσικά, του Σπ. Αγαπητού.
Η ονομασία
Ως προς την ονομασία, η περιοχή δεν είχε ιδιαίτερο τοπωνύμιο όταν ανεγέρθηκαν οι πρώτες κατοικίες. Οπότε έπρεπε να βρεθεί ένα όνομα, αφού ο συνοικισμός προόδευε. Διενεργήθηκε λοιπόν ένα είδος διαγωνισμού ή δημοψηφίσματος μεταξύ των πρώτων οικιστών[4].
Τα αποτελέσματα των εμπνεύσεων των επίδοξων αναδόχων, όπως περιγράφει ο Κ. Στούρνας, ήταν περίεργα. Φαίνεται πως είχαν σκύψει σε αρχαία κείμενα και πρότειναν να δοθούν ονόματα από την αρχαιότητα, όπως Πλώθεια, Τρινέμεια, Νέα Οινόη και άλλα. Οι πιο ρομαντικοί πρότειναν ονόματα όπως Πευκιά, Δυναμωτικό και άλλοι Καστρί, Νέα Κηφισιά κ.ά. Εν τέλει, αφού τα προτεινόμενα ονόματα δεν κρίθηκαν ικανοποιητικά, ένα λεξικό αρχαίων ελληνικών ονομάτων έδωσε τη λύση. Ο συνοικισμός πήρε το όνομα Εκάλη, παρά το γεγονός ότι ο αρχαίος οικισμός βρισκόταν προς το νότιο μέρος της Πεντέλης. Στην επιλογή του ονόματος Εκάλη συνηγόρησε και ο Σπ. Αγαπητός, «διότι είναι ωραίον όνομα, εύφωνον και όχι τριτόκλητον, ώστε να ευρίσκεται εν αρμονία προς την φωνητικήν καλαισθησίαν του λαού μας»[5]. Είναι μακρύς ακόμη ο δρόμος για τη συγγραφή μιας ιστορικής πραγματείας, αντάξιας της σημασίας και της ομορφιάς της Εκάλης. Μία πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε από τον Ι.Ν. Κουμανούδη και εκδόθηκε το 2011 από το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος.