Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Όλοι τη γνώριζαν ως Θιοχαροπούλα, τη Σοφία, κόρη του άρχοντα της Κορίνθου Θιοχαράκη (Θεοχαράκη) Ρέντη και της Καλαβρυτινής Ελένης Μουρτογιάννη. Το αρχοντικό εκείνο ζευγάρι απόκτησε έντεκα παιδιά, με ένατη τη Σοφία, η οποία γεννήθηκε το 1807 στην Κόρινθο[1]. Όλα τα παιδιά του Θ. Ρέντη είχαν ωραίο ανάστημα και ήταν όμορφα. Αλλά η Σοφία ήταν πανώρια, όπως την χαρακτήρισε ο Τ. Λάππας. Ψηλή, ξανθιά και με συμμετρικό σώμα θύμιζε αρχαία Ελληνίδα θεά. Οι περιγραφές που μας παραδόθηκαν για την ομορφιά της είναι εξαιρετικά τολμηρές για την εποχή που γράφτηκαν[2].
Για τα δικά της αμυγδαλωτά μάτια ξεκίνησε ένας πραγματικός πόλεμος στα χρόνια της μεγάλης εθνεγερσίας. Δυο παλικάρια από την ίδια οικογένεια τη διεκδικούσαν. Ο Γιάννης Νοταράς (1805-1827) του Σωτήρη, γνωστός με το όνομα αρχοντόπουλο και ο Παναγιωτάκης Νοταράς (1798-1873), ένας άξιος πολεμιστής. Πρώτος τη ζήτησε ο Γιάννης και η οικογένεια της νύφης αποδέχθηκε με χαρά την πρότασή του, ζητώντας μόνον να γίνει ο γάμος μόλις θα τέλειωνε ο Αγώνας. Ακολούθησε ο Παναγιωτάκης, στον οποίο βεβαίως η οικογένεια αρνήθηκε αφού ήδη το κορίτσι είχε λογοδοθεί.
Θεριό ανήμερο ο Παναγιωτάκης απειλούσε θεούς και δαίμονες πως θα κλέψει το κορίτσι και στρατοπέδευσε με τα παλικάρια του στο τιμημένο και ηρωικό Σοφικό Κορινθίας. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα συμφωνούν πως η ιστορία αυτή θυμίζει ηρωικό έπος και πως θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ραψωδίες και ιστορίες του τύπου του Τρωικού πολέμου. Ο Γιάννης επιτέθηκε στον Παναγιωτάκη με σφοδρότητα, έβαλε φωτιά στο Σοφικό και στον περίφημο πευκώνα του που αποτελούσε πηγή ζωής για τον τόπο. Έγιναν άδικες σφαγές και κυνήγησε τον αντίζηλό του όσο μπορούσε περισσότερο.
Η λαϊκή μούσα δεν έμεινε αδιάφορη. «Γειά σου βρε Γιάννη Νοταρά που έκαψες τόσα χωριά / αν ακόμη είχες ζήσεις, μήτε πέτρα δεν θ’ αφήσεις» τραγουδούσε πολλά χρόνια αργότερα. Διότι το γενναίο εκείνο αρχοντόπουλο πολέμησε στο πλάι του Καραϊσκάκη και άφησε την τελευταία του πνοή στην περίφημη μάχη του Ανάλατου (1827), σε ηλικία μόλις 22 χρόνων. Παρά το γεγονός ότι οι δικοί του τον έκλαψαν και τον θρήνησε όλος ο Μοριάς, κάποιες συγκεχυμένες πληροφορίες ήθελαν το αρχοντόπουλο να ζει αιχμάλωτο. Οι Νοταραίοι έστειλαν ανθρώπους να αναζητήσουν την τύχη του και η Σοφία το περίμενε.
Αλλά ο Γιάννης Νοταράς δεν έμελλε να γυρίσει. Κάποτε τέλειωσε ο πόλεμος, η Ελλάδα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος και στην Κόρινθο δεν πήγε ο Γιάννης αλλά ένας αδελφικός του φίλος και συμμαχητής του, ο γνωστός Δημήτρης Καλλέργης (1803-1867). Ήταν κι εκείνος στη φονική μάχη του Ανάλατου, τον έπιασαν αιχμάλωτο οι Τούρκοι και τον εξαγόρασαν οι δικοί του. Ο Κιουταχή πασάς του είχε κόψει το ένα αυτί. Πήγε όμως στην Κόρινθο για να διαβεβαιώσει τη Σοφία πως είχε δει με τα μάτια του να σκοτώνεται το αρχοντόπουλο. Άδικα λοιπόν περίμενε να γυρίσει.
Θαμπώθηκε όμως και εκείνος από την ομορφιά της και ζήτησε να πάρει τη θέση του φίλου του. Η οικογένεια της Σοφίας αποδέχτηκε την πρόταση, έστερξε και η Σοφία και έτσι ο Δημήτρης Καλλέργης παντρεύτηκε τη Σοφία Ρέντη. Ο λαμπρός γάμος έγινε στην Κόρινθο, κράτησε εβδομάδες ολόκληρες και έμεινε στην ιστορία για τη μεγαλοπρέπεια και τα πολύκροτα πανηγύρια[3].
Θα ζήσει με τον πρωταγωνιστή της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και ύστερα πολιτικό μια γεμάτη ζωή. Έφτιαξαν όμορφη οικογένεια, μοιράστηκαν συγκινήσεις, πίκρες, δόξες και τιμές και υπήρξε υπόδειγμα στην αθηναϊκή κοινωνία για την αρχοντιά και την καλοσύνη της. Όταν έφυγε από τη ζωή ο Καλλέργης αποτραβήχτηκε στο σπίτι τους στο Άργος (σήμερα Μουσείο Άργους). Ο Δημήτριος Κ. Βαρδουνιώτης πρόλαβε να βιογραφήσει τη δέσποινα του Άργους λίγο πριν φύγει από τη ζωή στις 3 Φεβρουαρίου 1893[4].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 9 Ιανουαρίου 2016.