Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο παρακολούθησης τηλεφώνου πολιτικού αρχηγού στην Ελλάδα ξέσπασε τον Νοέμβριο 1934, όταν στη χώρα επικρατούσε πολιτική και κοινωνική ένταση. Ο απόηχος της πτώχευσης που είχε προηγηθεί και η πολιτική αστάθεια έφερναν στην επιφάνεια έντονες φήμες για στρατιωτικά κινήματα.
Οι απεργίες διαδέχονταν η μία την άλλη και τα συνδικάτα πιέζονταν από το ιδιώνυμο, που είχε φροντίσει να ψηφίσει η απελθούσα κυβέρνηση Βενιζέλου. Η καθυστέρηση διεξαγωγής της δίκης των υπευθύνων για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τελευταίου, η οποία είχε γίνει τον Ιούνιο 1933, πυροδοτούσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση[1].
Οι πρωταγωνιστές
Πρωταγωνιστές στην υπόθεση της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Ελ. Βενιζέλου ήταν ο νέος αρχηγός της αστυνομίας Κωνσταντίνος Γαρέζος και ο Νίκος Ρούσσος, διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος αποκάλυψε την υπόθεση. Επίσης οι υπεύθυνοι της νεοϊδρυθείσης (1931) Ανωνύμου Ελληνικής Τηλεφωνικής Εταιρείας (ΑΕΤΕ) και άνδρες της ασφάλειας «του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας της ελευθερίας των πολιτών», όπως επισήμως και διά νόμου ονομαζόταν η υπηρεσία.
Από το 1931 η τηλεφωνική επικοινωνία στην Αθήνα και σταδιακά σε όλη την Ελλάδα εκσυγχρονιζόταν. Ο θεσμός της τηλεφωνήτριας σταδιακά εγκαταλειπόταν και με σύμβαση εκχωρήθηκαν τα προνόμια της κατασκευής και εκμετάλλευσης της «τηλεφωνικής συγκοινωνίας» στην εδρεύουσα στο Βερολίνο εταιρεία «Siemens & Halske». Το 1931 εγκαινιαζόταν και το κτίριο της οδού Σταδίου 15, έργο του Αναστασίου Μεταξά, όπου εγκαταστάθηκαν οι υποδομές και ο γενικός κατανεμητής των τηλεφώνων[2].
Οι συνδρομητές
Ο Ελ. Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός, είχε επισκεφθεί τα εργοστάσια της Ζίμενς και είχε αποφασίσει την είσοδο και της Ελλάδος στο «αυτόματο τηλέφωνο». Περίπου 2.800 συνδρομητές, όλοι στις περιοχές Ομόνοια, Σύνταγμα, Κολωνάκι, ήταν οι τυχεροί που θα απολάμβαναν την αυτόματη επικοινωνία χωρίς την παρέμβαση της τηλεφωνήτριας. Έτσι, διασφαλιζόταν και το απόρρητο των επικοινωνιών, αφού ήταν γνωστό ότι οι τηλεφωνήτριες ή όποιος είχε την δυνατότητα πρόσβασης γινόταν συνακροατής κάθε συνομιλίας.
Μεταξύ των ακινήτων που συνδέθηκαν ήταν και το επίσης νεοανεγειρόμενο εκείνη την εποχή και σχεδιασμένο από τον Αναστάσιο Μεταξά νεοκλασικό μέγαρο της οδού Λουκιανού 2, το οποίο επίσης σώζεται και είναι σήμερα κατοικία του εκάστοτε Πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας. Κατασκευάσθηκε με χρήματα που κατέβαλε η Έλενα Σκυλίτση, σύζυγος του Ελ. Βενιζέλου. Όπως εξομολογήθηκε η ίδια στα απομνημονεύματά της, ήθελε ένα μικρό σπίτι, αλλά οι οπαδοί του συζύγου της υπέδειξαν πως έπρεπε να είναι μεγάλο, ώστε να διαθέτουν χώρο συγκέντρωσης.
Η αποκάλυψη
Στο ίδιο ακίνητο στεγάστηκε και ο Νίκος Ρούσσος, διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Βενιζέλου, ο οποίος κατά την διάρκεια μιας δίκης κατήγγειλε δημοσίως πως παρακολουθούνταν τα τηλέφωνα της οικίας Βενιζέλου. Ανέφερε συγκεκριμένα περιστατικά και παρουσίασε μάλιστα επίσημο έγγραφο, το οποίο αναφερόταν σε τηλεφωνική συνδιάλεξή του με αξιωματικό του στρατού! Η ΑΕΤΕ έσπευσε να διαψεύσει το γεγονός.
Ωστόσο, το σκάνδαλο ξέσπασε παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε η εταιρεία να κρατηθούν «χαμηλοί τόνοι». Ο αρχηγός της αστυνομίας Κωνσταντίνος Γαρέζος, ο οποίος προερχόταν από τον κλάδο των δικαστικών (εισαγγελεύς Εφετών Θεσσαλονίκης), φρόντισε να κρατήσει αποστάσεις, ενώ «άνθρωπος-κλειδί» στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, θεωρήθηκε ο Friedrich Spiecker, ένας εκ των δύο διευθυντών της ΑΕΤΕ.
Το… κουτί
Η παρακολούθηση γινόταν από άνδρες της «ειδικής ασφάλειας» μέσω του σύγχρονου κέντρου που είχε εγκατασταθεί στο κτίριο της οδού Σταδίου και οι εντολές είχαν δοθεί από το υπουργείο Εσωτερικών για «παγίδευση» των τηλεφώνων σχεδόν όλων των πολιτικών αρχηγών, μηδέ του πρωθυπουργού εξαιρουμένου. Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξε η έρευνα που ακολούθησε. Το τηλέφωνο του ζεύγους Βενιζέλου συνδεόταν με ειδικό καλώδιο, εν μέρει υπόγειο και εν μέρει εναέριο πάνω από τα σπίτια, από το αρχοντικό μέχρι την διασταύρωση των οδών Καρνεάδου και Πλουτάρχου.
Εκεί βρισκόταν ένα κιβώτιο κατανεμητή, απ’ όπου διακλαδώνονταν τα καλώδια που εξυπηρετούσαν όλες τις συσκευές της περιοχής. Από εκείνο το κιβώτιο μέχρι το Μέγαρο της Τηλεφωνίας όλα τα καλώδια ήταν υπόγεια, οπότε συνακρόαση ήταν εφικτή μόνον από το κιβώτιο. Βέβαια, σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε η εταιρεία, όταν το θέμα έφτασε στον Τύπο, όποιος θα πραγματοποιούσε τέτοια επιχείρηση έπρεπε να παραβιάσει το κουτί και με ειδικό τηλέφωνο -το οποίο διέθεταν μόνον οι υπηρεσίες ασφαλείας- να κρατά την πόρτα του κιβωτίου ανοικτή καθ’ όλη την διάρκεια της παρακολούθησης.
Καταιγιστικές εξελίξεις
Το γεγονός, ωστόσο, πως το κιβώτιο ήταν σε κεντρικό σημείο της περιοχής και τόσο κοντά στο σπίτι Βενιζέλου, επέτρεπε στην εταιρεία να ισχυρίζεται ότι τέτοια διάρρηξη δεν μπορούσε να γίνει χωρίς να το αντιληφθούν οι γείτονες και οι άνδρες του πρώην πρωθυπουργού. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση η «δουλειά» γινόταν μέσα στο Μέγαρο Τηλεφωνίας, όπου είχαν εγκατασταθεί δύο από τους εκπαιδευμένους άνδρες της ασφάλειας. Αθέατοι παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα όλων όσοι ήταν «ύποπτοι» για πραξικοπηματικές κινήσεις.
Οι καταιγιστικές εξελίξεις που ακολούθησαν σκέπασαν το ζήτημα της παρακολούθησης του τηλεφώνου του Ελ. Βενιζέλου. Το Μέγαρο του ζεύγους θεωρήθηκε «καταραμένο»[3]. Χρησιμοποιήθηκε μόνον επί δύο χρόνια και συνδέθηκε με αρνητικά γεγονότα όπως η απώλεια των εκλογών 1932, η απόπειρα δολοφονίας του 1933 αλλά και το αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Ο Βενιζέλος αυτοεξορίστηκε και απεβίωσε τον Μάρτιο 1936 και η σύζυγός του έσπευσε να πωλήσει το σπίτι στο αγγλικό δημόσιο[4].
Ανολοκλήρωτη δίκη
Η δίκη για την απόπειρα δολοφονίας του Ελ. Βενιζέλου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και παρά το γεγονός ότι υπεύθυνοι για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις θεωρήθηκαν άνδρες της «ειδικής ασφάλειας», δεν παραπέμφθηκαν σε δίκη διότι τους κάλυπτε η ειδική νομοθεσία που είχε ψηφίσει από το 1929 η κυβέρνηση Βενιζέλου.
Ο Κωνσταντίνος Γαρέζος εγκατέλειψε την θέση του αρχηγού της αστυνομίας τον Ιανουάριο 1935[5], διότι δεν του επέτρεψαν να επιστρέψει στα δικαστικά του καθήκοντα. Το τηλεφωνικό μέγαρο της οδού Σταδίου παρέμεινε επί πολλά χρόνια το «αγαπημένο στέκι» των ανδρών της «ειδικής ασφάλειας»[6].