Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ανάμεσα στις περιοχές που έστρεφαν το βλέμμα τους οι Αθηναίοι όταν έφτανε ο μήνας Μάιος, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ήταν και το Χαλάνδρι ή εκλαϊκευμένα Χαλάντρι. Πρώτοι οι πάσης φύσεως εκδρομείς, οι οποίες με Συλλόγους ή μόνον με τις οικογένειές τους έφθαναν για μια βόλτα στη λουλουδιασμένη εξοχή. Ανέκαθεν η καταπράσινη ρεματιά βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όσων επισκέπτονταν το χωριό, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες. Εξάλλου, όλο τον χρόνο, από τη δεκαετία του 1920 ακόμη, το εστιατόριο «ντάνσινγκ Νεράιδα» υποδεχόταν τους επισκέπτες. Η εξέλιξη της περιοχής ήταν ραγδαία. Το χωριό με τους 900 κατοίκους του 1920, το οποίο εκτεινόταν από τη σιδηροδρομική γραμμή έως την πλατεία, βρέθηκε στις παραμονές του πολέμου με 8.500 κατοίκους τον χειμώνα και περίπου 12.000 το καλοκαίρι. Καταλάμβανε πλέον την έκταση από την απέναντι πλευρά του Ψυχικού μέχρι τη Φραγκοκκλησιά και πέρα ακόμη προς την Πεντέλη.
Ήταν φυσικό αφού το Χαλάνδρι, με το πέρασμα των χρόνων, εξελίχθηκε σε κέντρο θερινής διαμονής, όπου παραθέριζαν χιλιάδες Αθηναίοι και Πειραιώτες. Είχε σπουδαία προσόντα. Ήταν κοντά στην Αθήνα και ταυτόχρονα βυθισμένο στο πράσινο και περιτριγυρισμένο με λεύκες, ελιές, πεύκα και καλάμια. Το κλίμα πάντα ήταν δροσερό, ξηρό, ευχάριστο και υγιεινό και το νερό του θαυμάσιο. Τη δεκαετία του 1930, από τον Μάιο, ξεκινούσαν οι ενοικιάσεις των σπιτιών, συνήθως για ένα εξάμηνο. Μικρά σπιτάκια μέσα σε κήπο νοικιάζονταν 10.000 δραχμές, ενώ τα μεγαλύτερα έφταναν μέχρι και 40.000 δραχμές. Ακόμη και το σπίτι του γλύπτη και αργότερα ακαδημαϊκού Αντώνη Σώχου νοικιαζόταν έναντι 60.000 δραχμών σ’ έναν Άγγλο.
Από το 1925 το Χαλάνδρι ανεξαρτοποιήθηκε και διοικητικά αποκτώντας τη δική του κοινότητα η οποία στεγάστηκε μάλιστα στο κτίριο της παλαιάς Μελισσοκομικής Σχολής Χαλανδρίου. Κτίριο με κομψό ιδιόρρυθμο σχέδιο, το οποίο ανεγέρθηκε με χρήματα του Ιωάννη Πεσματζόγλου, στις αρχές του 20ού αιώνα, για να στεγαστεί η περίφημη εκείνη Μελισσοκομική Σχολή της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας. Εκεί μυήθηκαν στην τέχνη της μελισσοκομίας πολλοί Χαλανδριώτες αλλά και παραγωγοί των γύρω χωριών που φρόντισαν να εξαπλωθεί ακόμη περισσότερο η φήμη του θεϊκού αττικού μελιού. Εντέλει το κτίριο κατεδαφίσθηκε στα μέσα της δεκαετίας 1930 για να δημιουργηθεί στην περιοχή του πάρκο.
Πάντως, η μεγάλη ανάπτυξη της περιοχής οφειλόταν κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία και τους εύπορους Αθηναίους, οι οποίοι ανέγειραν τα δικά τους παλατάκια στην περιοχή. Η καθημερινή κίνηση ήταν ζωηρή, ιδιαίτερα από τον Μάιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο, αλλά τις Κυριακές μυριάδες κόσμου κατέφθαναν με περισσότερες από είκοσι έκτακτες διαδρομές λεωφορείων που δρομολογούσε η εταιρεία Πάουερ ειδικά για την περίσταση. Οι ταβέρνες και τα καφενεία πλημμύριζαν κόσμο, χωροφύλακες επιστρατεύονταν για την αυξημένη κίνηση και η ταβέρνα «Η Μουριά» του Καστρίτση ετοίμαζε χοιρινά, αρνιά, κοτόπουλα και κοκορέτσια για τους επισκέπτες.
Τη θέση της πολυτελούς «Νεράιδας» κατακτούσαν πλέον κέντρα που συγκέντρωναν γλεντζέδες, όπως ήταν των αδελφών Σαρρή, του Θεοδοσίου, το απόμερο του Ιορδάνη κ.ά. Δεν έλειπαν βεβαίως και τα… εξοχικά επάνω στον δρόμο προς την Πεντέλη. Η κεντρική πλατεία είχε πάντα κόσμο. Τα καφενεία και τα ζαχαροπλαστεία φιλοξενούσαν τους περίεργους που κουτσομπόλευαν με το νυφοπάζαρο, απ’ όπου παρέλαυναν οι όμορφες Χαλανδριώτισσες αλλά και οι εκείνες που παραθέριζαν. Έτσι κυλούσε η ζωή στο Χαλάνδρι, το οποίο έφθασε στις ημέρες μας να αποτελεί συνέχεια του θηριώδους οικιστικού συγκροτήματος της ελληνικής πρωτεύουσας.