Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πλούσια η ιστορία της Παναγίας της Κολοκυνθούς, όπως και της οικογένειας Κολοκύνθη, που χάρισε το όνομά της στην εκκλησία και στην περιοχή. Στους κηπουρικούς συνοικισμούς οι οποίοι ξεκινούσαν από τον Άγιο Μελέτιο και έφταναν μέχρι τα Πατήσια και τα Κάτω Λιόσια, αλλά και μέχρι την πεδιάδα του Αιγάλεω και την Ιερά Οδό.
Κατά την αρχαιότητα οι περιοχές Κολοκυνθούς και Σεπολίων είχαν τον χαρακτήρα που διατήρησαν μέχρι ολόκληρο σχεδόν τον 19ο αιώνα, ενώ είναι βεβαιωμένο πως η κοίτη του Κηφισού υπέστη μεταλλαγές και προσχώσεις. Μερικά αρχαία πηγάδια σώζονται στην περιφέρεια, όπως σώζονταν και οι σκολιοί δρόμοι ανάμεσα στους μεγάλους χλοερούς κήπους. Εκεί ανεγέρθηκαν χριστιανικές εκκλησίες, ενώ σημείο ιστορικής αναφοράς αποτελεί η γέφυρα της Κολοκυνθούς που ήταν στη συμβολή των σημερινών λεωφόρων Κηφισού και Λένορμαν[1].
Εκεί βρίσκεται η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Παναγία Κολοκυνθού, η οποία ανήκε στη γνωστή από τον 17ο αιώνα οικογένεια των Αθηνών Κολοκύνθη και υπαγόταν στη Μονή των Αγίων Αναργύρων Αθηνών, η οποία ήταν επίσης ιδιοκτησία της ίδιας οικογένειας. Πάντως, ακόμη και στα πρώτα χρόνια του Όθωνα σωζόταν στην περιοχή η «Μονή της Κολοκυθούς»![2]
Το 1839 οι κηπουροί των Σεπολίων διόριζαν τους επιτρόπους και φρόντιζαν για τον καλλωπισμό της Μονής, επισκευάζοντας την οικοδομή και μεγαλώνοντας την εκκλησία «διά να μην στενοχωρούνται οι εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί»! Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως «δεν υπάρχουν στοιχεία» και ότι ο ναΐσκος της Κολοκυνθούς «είχε καλυφθεί από τις προσχώσεις του Κηφισσού»[3].
Ωστόσο, ο ακάματος Δημήτριος Χατζόπουλος μας ενημερώνει[4] πως το μικρό ναΐδριο ανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων το 1854. Κάποιος χριστιανός της εποχής φρόντισε να μας ενημερώσει πως έχει φτιαχτεί «προ του 1848», όπως διαβάζουμε στη βάση της εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία σώζεται έως σήμερα.
Βέβηλα χέρια έβαλαν φωτιά στο Ναό (2012) προκαλώντας –ευτυχώς όχι ανεπανόρθωτες– ζημιές και στην ιστορική εικόνα[5]. Άλλη εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας, η οποία έχει καλοσυντηρηθεί, φέρει ημερομηνία 1853 και το όνομα της χριστιανής που την αφιέρωσε. Πάντως, η εκκλησία ήταν χωμένη στο έδαφος και ο επισκέπτης κατέβαινε δέκα σκαλιά για να εισέλθει, ενώ κατά τη συνήθη πρακτική υπήρχε γύρω και νεκροταφείο.
Προφανώς μεταφέρθηκε στο κοντινό νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου, το οποίο λειτούργησε επισήμως από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Ο Κυριάκος Πιττάκης αναφέρει πως ο ναός της Παναγίας Κολοκυνθούς ανεγέρθηκε στη θέση όπου υπήρχε στην αρχαιότητα Ναός της Αθηνάς της Πολιάδος, στην οποία και απέδιδε την προσωνυμία «Κολοκασία»[6]. Τρία χρόνια μετά την έναρξη ανοικοδόμησής της η Παναγία της Κολοκυνθούς βρισκόταν στο επίκεντρο των εορτασμών του Δεκαπενταύγουστου. Ο αγροτικός αστυνόμος αναγκαζόταν να ζητήσει τη βοήθεια στρατιωτικής δύναμης για να επιβάλει την τάξη[7]!
Απολαυστική περιγραφή του πανηγυριού, μας παρέδωσε το 1862 ο φιλο-οθωνιστής δημοσιογράφος και εκδότης Φίλιππος Λούης[8]. Έγραφε πως «εις την πανήγυριν ταύτην, τελουμένην εις τα πρόθυρα των Αθηνών, εν μέσω λαμπρών κήπων και εις θέσιν ζωγραφικήν, συρρέει κατ’ έτος αναρίθμητον πλήθος λαού· αλλ’ η εφετεινή συρροή του πλήθους υπερέβη την των παρελθόντων ετών διά πολλούς λόγους, κυρίως όμως διότι η μεσαία και η εργατική τάξις ευπορεί και ευημερεί»!
Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα (1883) ο ιδιότροπος Ιωάννης Βερβέρης, δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Παληάνθρωπος» θα γράψει ότι «μέσα στα περιβόλια βαρούσαν τα βιολιά και χόρευαν καμπόσοι τον καρσιλαμά. Τζόγια μου, τι χοροί και αμανέδες ήτανε εκείνοι… Οι γυναίκες ήτανε περισσότερες από τους άντρες … (και) όλαις ήτανε φεσούδες, με τις μακρυές φούντες, τα σιγούνια τους και τα πουφ τους, μισαίς δηλαδή φράγκες και μισαίς ρωμνηαίς»![9]
Όσο περνούσαν τα χρόνια η Παναγίτσα της Κολοκυνθούς, με τα δυο καμπαναριά στην πρόσοψή της, καλλωπιζόταν, επεκτεινόταν και λαμπερή δεχόταν τους επισκέπτες της αλλά και τους ενορίτες. Αλλά οι μεγάλες αλλαγές επηρέασαν και την περιοχή αυτή.
Στα τέλη της δεκαετίας 1920 σίγαζαν τα σαντούρια στο παλιό μαγαζάκι του Κατσόλη, κοντά στην πλατεία μετά τη Γέφυρα. Οι κάτοικοι της Κολοκυνθούς ξεπερνούσαν πλέον τους δύο χιλιάδες –πολλοί ντόπιοι ανάμεσά τους– είχαν έρθει και οι εργατικοί Ανδριώτες νοικιάζοντας τα περιβόλια των πλούσιων Αθηναίων[10].
Η κατεδάφιση και το χτύπημα του εγκέλαδου
Φτάνοντας στις δεκαετίες 1950-60 το μέγεθος της εκκλησίας δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις λειτουργικές και πνευματικές ανάγκες των ενοριτών. Το 1954 αποφασίζεται η κατεδάφιση του παλαιού ναού και τον Φεβρουάριο 1957 κατατίθεται ο θεμέλιος λίθος και οι εργασίες ανέγερσης διήρκεσαν έως το 1967. Βυζαντινού ρυθμού, σταυροειδής με τρούλο και επενδεδυμένος με πέτρα ο νέος ναός αγιογραφήθηκε από τον Κωνσταντίνο Γεωργακόπουλο, μαθητή του Φώτη Κόντογλου. Ακμαία η Κολοκυνθού διάβαινε τις δεκαετίες καλύπτοντας διοικητικά την έκταση που ξεκινούσε από το Μπουρνάζι, αλλά και το πέραν του Κηφισού τμήμα της και έφτανε μέχρι τον Σταθμό των Υπεραστικών Λεωφορείων.
Ένα τμήμα αποσπάστηκε το 1966 προς όφελος της ενορίας Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σεπολίων[11].
Όταν ιδρύθηκε η Μητρόπολη Περιστερίου (1974), το πέραν του Κηφισού τμήμα της μέχρι τον Σταθμό των Λεωφορείων –περιλαμβανομένου και του Αγίου Νικολάου του Χωστού– υπήχθησαν στη νέα Μητρόπολη[12].
Επίσης αναβαθμίστηκε και αποτέλεσε ξεχωριστή ενορία και ο ιστορικός Εσταυρωμένος –ναϊδριο κι αυτό της οικογένειας Κολοκύνθη. Οπότε η άλλοτε κραταιά ενορία της Κολοκυνθούς, ίσως να είναι σήμερα η μικρότερη των Αθηνών. Το 1999 χτυπήθηκε από τον Εγκέλαδο. Αλλά έχει γερά θεμέλια η Παναγιά η Κολοκυνθού. Οι ζημιές αποκαταστάθηκαν σύντομα, αφού είχε και έχει την χάρη να διακονείται από σεβάσμιους και εργατικούς ιερωμένους που φροντίζουν για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον της.