Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Εξαφανίζονται αργά αλλά σταθερά από την καθημερινότητά μας τα σπίρτα, τα πυρεία, όπως ήταν η επίσημη ονομασία τους. Κυριάρχησαν οι αναπτήρες, την παρουσία των οποίων αξίζει να ιστορήσουμε. Εξάλλου, είναι πλούσια η βιβλιογραφία και πλήθος τα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί τόσο για τα σπίρτα όσο και για τους αναπτήρες, οι οποίοι, όταν κυκλοφόρησαν σε ευρύτερη κλίμακα, ήταν πολύπλοκοι και χρησιμοποιούνταν για να ανάβουν κυρίως λυχνίες φωταερίου. Από τους πιο γνωστούς τύπους στην Ευρώπη ήταν του Γερμανού χημικού Γιόχαν Βόλφγκανγκ Ντομπεράινερ (1780-1849), που κυκλοφόρησε περίπου όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Ένα ολόκληρο μηχάνημα. Ωστόσο, αναπτήρες, με την έννοια που τους γνωρίζουμε σήμερα κυκλοφόρησαν μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ακόμη και φόνοι έγιναν για έναν αναπτήρα. Όπως συνέβη στα Ταμπούρια του Πειραιώς, όταν δύο φίλοι, ένας παντοπώλης και ένα τροχιοδρομικός, κυριολεκτικώς σφάχτηκαν για τον αναπτήρα του δεύτερου. Οι αναπτήρες ήταν το νέο είδος πολυτελείας, ένα είδος αξεσουάρ, κυρίως για τους άνδρες. Αντίθετα με τα σπίρτα, έγινε μέρος της ανδρικής εμφάνισης. Αναπτήρες από πλατίνα, από χρυσό, από σμάλτο, από ασήμι αλλά και αδαμαντοκόλλητοι αποτελούσαν ήδη ένδειξη ευημερίας για όσους διέθεταν τα απαραίτητα βαλάντια. Εξάλλου, αποτέλεσαν και μέρος του εξοπλισμού των περίφημων δανδήδων.
Το άναμμα του τσιγάρου με αναπτήρα ήταν ολόκληρη σκηνοθεσία. Ο τρόπος με τον οποίο εξαγόταν ο αναπτήρας από την τσέπη, ο τρόπος που τον κρατούσε ο χρήστης του, ολόκληρη ιεροτελεστία. Και αν πιστέψουμε τον Σπύρο Μελά, υπήρχαν άνθρωποι φτωχοί που δεν είχαν τίποτε άλλο να καυχηθούν εκτός από τον αναπτήρα τους. Ίσως χαρακτηριστική του κλίματος της εποχής να είναι η εξομολόγηση του Ζαχαρία Παπαντωνίου, όταν απέκτησε τον πρώτο του αναπτήρα (1911): «Οι Έλληνες είχον όλοι αγοράσει αυτόματον αναπτήρα εκτός εμού. Είχα μείνει πίσω εις τον πολιτισμόν» έγραφε ο 34χρονος λογοτέχνης.
Μας παρέδωσε, όμως, ο Ζ. Παπαντωνίου και θαυμάσια περιγραφή πώς πέρασε από το στάδιο των σπίρτων σε εκείνο των αναπτήρων. Του είχε χαρίσει έναν αναπτήρα κάποιος φίλος του Σμυρνιός μουσικός. Ωστόσο, ο αναπτήρας τον έβαζε σε μπελάδες. Έπρεπε να αλλάζει πέτρα, να αγοράζει βενζίνη από το φαρμακείο, να φροντίζει εν πάση περιπτώσει το απόκτημά του. Δεν του άρεσε όμως να φορτωθεί ένα εργαλείο που ήθελε τόση φροντίδα και εν τέλει δήλωνε ευτυχής με τα «πάτρια πυρεία»! Ωστόσο οι αναπτήρες είχαν εισέλθει στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων και θεωρούνταν πρόοδος.
Υπήρξαν ο μεγαλύτερος εχθρός των πυρείων, των σπίρτων. Διευκόλυναν τη ζωή των καπνιστών και των άλλων χρηστών, αλλά μείωναν τα έσοδα του ελληνικού κράτους που είχε το μονοπώλιο των σπίρτων. Ο πόλεμος ήταν σφοδρός. Μόλις αύξανε η τιμή των σπίρτων, ανακαλούνταν από τη διαθεσιμότητα οι αναπτήρες.
Σε περιόδους οικονομικής κρίσης ή πολεμικών συνθηκών, όταν μειωνόταν η παραγωγή των σπίρτων, εμφανίζονταν και κυριαρχούσαν οι αναπτήρες. Τότε πολλοί ήταν εκείνοι που νοσταλγούσαν τα σπίρτα. Ακόμη και η Διεθνής Οικονομική Επιτροπή, που επόπτευε την ελληνική οικονομία από το 1898, συνιστούσε με έκθεσή της στο ελληνικό κράτος (1911) να φροντίσει να διασφαλίσει τα έσοδα από τα σπίρτα που είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν κάμψη. Δεν ήταν αμελητέο το ποσό που εισέπραττε το ελληνικό κράτος από τα σπίρτα αφού έφθανε περίπου τις 2.000.000 δραχμές. Γι’ αυτό η Επιτροπή υποδείκνυε να ληφθούν μέτρα κατά της ελεύθερης πώλησης των αναπτήρων! Μπορεί να άργησε αλλά έφθασε και αυτή η εποχή. Το 1935 το ελληνικό κράτος απαγόρευσε την εισαγωγή αναπτήρων προκειμένου να ενισχυθεί το μονοπώλιο των πυρείων. Περίπου έναν αιώνα κράτησε αυτή η ιδιόμορφη διαμάχη, η οποία έληξε εν τέλει και νικητές αναδείχθηκαν οι αναπτήρες.