Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Θα ήταν δυνατόν στις ημέρες μας να φαντασθούμε πως θα μπορούσε να πεθάνει στην… ψάθα ένας πολιτικός που υπηρέτησε σε ανώτατα αξιώματα επί μία 20ετία τουλάχιστον; Ένας πολιτικός που διετέλεσε από γενικός γραμματέας και νομάρχης μέχρι υπουργός Εσωτερικών, Παιδείας, Εξωτερικών και Δημοσίας Τάξεως; Η πως θα έφευγε πάμπτωχος ένας Ιεράρχης, πουλώντας τα ενδύματά του και τις πέτρες της αρχιερατικής μήτρας του για να εξασφαλίσει λίγο ψωμί;
Και όμως αυτά συνέβησαν στη νεώτερη Ελλάδα και ενδεικτικώς επιλέγουμε να παρουσιάσουμε δύο από το πλήθος των περιπτώσεων. Του Χίου ιατρού και πολιτικού Γεώργιου Γλαράκη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή υπερήφανος και πάμπτωχος και του Ιεράρχου και αγωνιστού της Επαναστάσεως Ιερόθεου Αριστάρχου ο οποίος κυριολεκτικώς «απέθανεν επί ψάθης»!
Γεώργιος Γλαράκης
Ο λόγιος, γιατρός, φιλόσοφος και γιος ιερέα Γεώργιος Γλαράκης (1789-1855) γεννήθηκε στη Χίο και φοίτησε στην περίφημη Σχολή της. Αφού πρωταγωνίστησε στα χρόνια της Επαναστάσεως και τουλάχιστον δύο δεκαετίες μετά την απελευθέρωση της πατρίδας, έφυγε εγκαταλείποντας την οικογένειά του «εις δεινήν πενίαν». Για να εξασφαλίζει τα προς το ζην εργάσθηκε ως εμποροϋπάλληλος στην Κωνσταντινούπολη, φοιτώντας ταυτοχρόνως στο Πανεπιστήμιο.
Με οικονομική ενίσχυση της Κοινότητας Χίου σπούδασε Ιατρική στο Γκέτινγκεν και αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας εντάχθηκε στους κόλπους των φωτισμένων Ελλήνων, οι οποίοι με τις γνώσεις και την επιβλητική παρουσία τους αγκάλιασαν τον «Λόγιο Ερμή». Επέστρεψε στην πατρίδα του για να εργαστεί, αλλά όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως αντιπρόσωπος του νησιού του.
Όπως ήταν φυσικό, η μόρφωσις, οι ικανότητες και το ήθος του οδήγησαν αναπόφευκτα στην τοποθέτησή του σε καίριες θέσεις, καθώς και στη συμμετοχή του σε όλες ανεξαιρέτως τις Συνελεύσεις που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Εκ των συντακτών του Καταστατικού Χάρτη που υποβλήθηκε στην Εθνοσυνέλευση (Απρίλιος 1823), βρέθηκε ως γενικός γραμματεύς δίπλα στον Παπαφλέσσα όταν έγινε υπουργός Εσωτερικών.
Σεβασμός
Από τότε μέχρι τον θάνατό του, συνεπής στις πολιτικές απόψεις του και άκαμπτος στις εθνικές θέσεις του, θα υπηρετήσει σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις, καταθέτοντας τις πολύτιμες γνώσεις του στις διπλωματικές κινήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων. Επί Καποδίστρια θα αναλάβει δύο ή και τρία υπουργεία ταυτοχρόνως, ενώ επί Όθωνος διορίστηκε στην αρχή νομάρχης (Αχαΐα – Ηλιδα), διοικητής (Μεσσηνία), υπουργός Εσωτερικών, Εξωτερικών και Εκκλησιαστικών επί πολλά χρόνια και γερουσιαστής από το 1845 μέχρι το τέλος της ζωής του.
Την ώρα που κάποιοι πλούτιζαν ή σκόρπιζαν τα χρήματα του ισχνού ελληνικού ταμείου, εκείνος αρκείτο στις τιμές που του επιδαψίλευε η Πολιτεία, την αναγνώριση και τον σεβασμό που του έδειχνε η ελληνική κοινωνία και ο πολιτικός κόσμος. Ως ιατρός προσέφερε αμισθί τις υπηρεσίες του σε πλούσιους και πένητες. Τον περιγράφουν, αντιπρόεδρο της Γερουσίας όντα, να κατηφορίζει νυκτερινές ώρες, με το τσαντάκι στο χέρι και αργό βήμα, να επισκέπτεται τους ασθενείς του. Ο Γ. Γλαράκης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 66 ετών, τον Οκτώβριο του 1855.
Άφησε πίσω του πολυπληθή οικογένεια σε άκρα ένδεια. Ο βουλευτής Καλαβρύτων Λεωνίδας Ν. Πετιμεζάς ανέλαβε το καθήκον να πείσει την Βουλή, να ενισχύσει την οικογένεια του Γ. Γλαράκη για να επιβιώσει. Ζήτησε να συνεχιστεί να χορηγείται η γερουσιαστική αποζημίωση «εις την μη έχουσαν ουδέ της ημέρας τον άρτον οικογένειά του»! Η τελευταία και σημαντικότερη ίσως διάκριση του Γλαράκη ήταν ο τρόπος που γράφτηκε το θέμα στα πρακτικά της Βουλής: «Αγόρευσις περί του εν πενία τελευτήσαντος αειμνήστου Γ. Γλαράκη»!
Ιεράρχης αγωνιστής
«Ο Μητροπολίτης και Αρχιεπίσκοπος Αιτωλίας και Ακαρνανίας, αγωνισθείς προσωπικώς και θυσιάσας και τον τελευταίον αυτού οβολόν υπέρ πίστεως και πατρίδος, εις του οποίου την οικίαν εύρισκεν αείποτε άσυλον και άρτον και ο πένης και ο ορφανός, απέθανεν επί ψάθης»! Έτσι απλά αναγγέλθηκε το καλοκαίρι 1851 η εκδημία ενός από τους σημαντικότερους Ιεράρχες και αγωνιστές της Ελληνικής Επαναστάσεως, του Ιερόθεου Αρίσταρχου.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζαγορά Πηλίου και ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος έμπορος. Επέλεξε το ιερατικό στάδιο και από μικρός εντάχθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας. Χειροτονήθηκε Επίσκοπος Βονδίτσης, υπαγόμενος στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Το 1820 προήχθη σε Μητροπολίτη Παροναξίας από τον εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, ο οποίος τον χαρακτήρισε «πράο, σώφρονα, ιεροπρεπή, κόσμιον και της καθ’ ημάς ιεράς παιδείας και της θύραθεν αποχρώντως μεμυημένον».
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Εξήγειρε τους Ναξίους κατά των Τούρκων και στις 6 Μαΐου 1821 ύψωσε τη Επαναστατική Σημαία στον Μητροπολιτικό Ναό Νάξου, μπροστά σε δύο χιλιάδες κατοίκους του νησιού. Στη συνέχεια συγκρότησε με δικά του έξοδα στρατιωτικό σώμα, στο οποίο τέθηκε επικεφαλής ο ίδιος. Έκπληκτοι οι Αθηναίοι τον αντίκρισαν να συμμετέχει στις μάχες της Ακρόπολης φορώντας στρατιωτική σχολή και μπαίνοντας στην πρώτη γραμμή.
Ίνδαλμα
Ήταν από τους Αρχιερείς που καθοδηγούσαν τους αγωνιστές καθ’ όλη τη διάρκεια της Επαναστάσεως και θαυμαζόταν για την ανδρεία και τον ατάραχο νού του. «Ουδέποτε πτωχός έκρουσε την θύραν του και έφυγε δυσηρεστημένος», όπως έγραψε η εφημερίδα «Ελπίς». Ο Φιλικός, δικαστής και δραματικός ποιητής Ιωάννη Ζαμπέλιου (1787-1856) είχε τοποθετήσει την εικόνα του «πλησίον εκείνων του Κολοκοτρώνου, του Νικηταρά και των άλλων ανδρείων της Επαναστάσεως». Ονειρευόταν δε ότι τα εγγόνια του, ανοίγοντας τα μάτια τους, θα έβλεπαν την εικόνα του που αρκούσε για να εκπροσωπήσει την Πατρίδα και τη Θρησκεία.
Ο Ιερόθεος παρέμεινε Μητροπολίτης Παροναξίας έως το 1833, οπότε και μετατίθεται στην έδρα της Επιδαύρου Λιμηράς. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1841, αναλαμβάνει την «Αρχιεπισκοπή Αιτωλίας και Ακαρνανίας», όπου έμελλε να ποιμάνει επί μία εξαετία, μέχρι το 1847. Διαπρέπει για το ήθος και την ανοιχτή ψυχή του. Ανυποχώρητος στις αρχές του και συνεπής στις εκκλησιαστικές παραδόσεις, δεν δίστασε να συγκρουστεί ακόμη και με τον παντοδύναμο Ιωάννη Κωλέττη, ενόσω ο τελευταίος ήταν Πρωθυπουργός. Μετατράπηκε λοιπόν και σε απηνή διώκτη του. Ο υπερήφανος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μητρόπολή του και να καταφύγει στη Ζάκυνθο όπου ζούσαν πολλοί συναγωνιστές και αδελφοί του. Σημειωτέον ότι τα Επτάνησα δεν είχαν ακόμη ενσωματωθεί στην ελληνική επικράτεια. Εκεί παρέμεινε περίπου επί μία τετραετία απολαμβάνοντας φιλοξενία και ιδιαίτερες τιμές.
Ως απλός μοναχός
Το 1850 αναγνωρίζεται το Αυτοκέφαλο. Ο δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων Νικόλαος Δραγούμης, ο οποίος είχε γνωρίσει τον Ιεράρχη στη Νάξο –όταν εκεί κατέφυγε η οικογένειά του κυνηγημένη από τους Τούρκους– τον κάλεσε να έλθει στην Αθήνα. Πράγματι, ο Ιερόθεος εγκαθίσταται –αρχές 1851– σε ένα φτωχικό καλύβι στην Αθήνα. Προσπαθεί να επιβιώσει πουλώντας τα ενδύματα και τις πέτρες της αρχιερατικής μήτρας. Ευελπιστεί σε αποκατάστασή του από την Ιερά Σύνοδο έχοντας κοντά του τον συναγωνιστή του στη μάχη της Ακρόπολης Ν. Δραγούμη και τον ιερέα Θεόδωρο Κτενά.
Πράγματι, το Σάββατο 30 Ιουνίου 1851 η Ιερά Σύνοδος αποφασίζει την αποκατάσταση του Ιεράρχη. Ευχαριστημένος και ήσυχος, έχοντας πράξει το καθήκον του προς τον Θεό και την Πατρίδα κοιμήθηκε λίγες ώρες αργότερα, ξημερώματα της Κυριακής 1η Ιουλίου 1851. Ο Έλληνας Ιεράρχης Ιερόθεος Αριστάρχου, κηδεύθηκε ως απλός μοναχός, παρά την απόφαση της Ιεράς Συνόδου να του απονεμηθούν τιμές αρχιερέα.