Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η τοκογλυφία υπήρξε, από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, ενδημικό φαινόμενο εξαπλωμένο σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας. Ιδιαίτερα όμως αναπτύχθηκε σε περιόδους κρίσης.
Στις αρχές της δεκαετίας 1930, το φαινόμενο άκμασε ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου σημειώθηκαν ακόμη και δολοφονικές απόπειρες. Όποιος δημοσιογράφος τολμούσε να αναφερθεί στο θέμα δεχόταν την… επίσκεψη των ενόπλων που είχαν αναλάβει να καλύπτουν τις ανομίες των τοκογλύφων.
Ανησυχητικά κρούσματα είχαν σημειωθεί στη Βέροια και την Κατερίνη, ενώ στην Ξάνθη ήταν τόσα πολλά τα θύματα της τοκογλυφίας που έφθασαν να συμπήξουν ακόμη και σύλλογο! Επισήμως, πλέον, καταγγελλόταν ότι οι τοκογλύφοι δάνειζαν στα Τρίκαλα με 800%, στη Μυτιλήνη με 300% και στην Ξάνθη με 400%, ενώ πλήθος νέων από τη Φλώρινα αναγκάζονταν να ξενιτευτούν για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα, ώστε να σωθεί η υποθηκευμένη γη των οικογενειών τους.
Ο πάντα κεφάτος Κωνσταντίνος Σκόκος, μάλιστα είχε αφιερώσει και «επίγραμμα εις τοκογλύφον θρησκόληπτον»: «Μου είπαν πως νηστεύεις! / Αλήθεια; Έλα δα! / Ωραία! Δεν τρως το λάδι, / μα, πνίγεις το λαδά!…»[1]. Οι αντιδράσεις εκ μέρους των κομμάτων ήταν έντονες και καλούσαν τους φτωχούς σταφιδοπαραγωγούς σε ένοπλα συλλαλητήρια εναντίον εκείνων που τους λήστευαν με την τοκογλυφία. Όμως, τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα στην Αθήνα, όπου το φαινόμενο είχε βρει την πλήρη ακμή του.
Ο πρόεδρος της Βιοτεχνικής Ομοσπονδίας Αθηνών και πρόεδρος των «Καταστηματαρχών Εμπορορραπτών Αθηνών» Δ. Παναγιώτου ήταν εκείνος που βρήκε το θάρρος να καταγγείλει επωνύμως όσα συνέβαιναν στην πρωτεύουσα. Έδωσε λοιπόν συγκεκριμένα παραδείγματα με ονοματεπώνυμα…
Γνωστός Αθηναίος έμπορος πήρε δάνειο 15.000 δραχμές, και σε διάστημα 3 μηνών οι τοκογλύφοι του πήραν γραμμάτιο για 20.000 δραχμές. Και φυσικά επειδή ήταν αδύνατον σε συνθήκες οικονομικής κρίσης να είναι συνεπής, μετά τη δεύτερη τριμηνία οι 20.000 δραχμές έγιναν 25.000.
Στη συνέχεια, στους 9 μήνες, έφτασαν να γίνουν 30.000 δραχμές, ποσό διπλάσιο εκείνου που είχε πάρει. Τότε αναγκάστηκε και εκείνος να πουλήσει όσο – όσο ένα οικοπεδάκι που είχε στην Κυψέλη για να εξοφλήσει το χρέος του. Στην Πάτρα ένας τοκογλύφος είχε βρει δική του «μηχανή»: Φρόντιζε να προεξοφλεί μισθούς δημοσίων υπαλλήλων με τόκο 500%! Έπαιρνε τις αποδείξεις των μισθών τους και πήγαινε στον διευθυντή του δημόσιου ταμείου εισπράττοντας εκείνος τα χρήματα. Κάποια στιγμή ο διευθυντής κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ο τοκογλύφος εμφανίστηκε στο ταμείο για να εισπράξει τους μισθούς δέκα δημοσίων υπαλλήλων. Ο διευθυντής αρνήθηκε, κατάσχεσε τις αποδείξεις, κάλεσε τους υπαλλήλους να πάρουν τους μισθούς τους και έκανε μήνυση στον τοκογλύφο[2].
Πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος το 1929 ίδρυσε την Αγροτική Τράπεζα, λέγοντας στη Βουλή πως μέσω αυτής θα αντιμετωπιζόταν και η τοκογλυφία που μάστιζε τις αγροτικές περιοχές. Προσπαθώντας δε να ανακόψει το κύμα τοκογλυφίας που είχε εμφανιστεί, έγραψε ένα μνημειώδες μήνυμα συμπαράστασης στον Σύλλογο Πολιτών που είχε ιδρυθεί στην Θράκη εναντίον των τοκογλύφων.
Καλούσε τους Έλληνες να καταγγέλλουν τα παθήματά τους στην Δικαιοσύνη, στέλνοντας ταυτοχρόνως και εγκύκλιο -μέσω του υπουργείου Δικαιοσύνης- στους δικαστές.
«Καμπάνες» και τσουχτερά πρόστιμα
Νόμος για την καταπολέμηση της τοκογλυφίας υπήρχε από το 1911, αλλά προϋπέθετε μήνυση από τον αδικηθέντα. Μετά την παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα «μηνύματα». Ήρθαν από το Πλημμελειοδικεία της Λάρισας και του Βόλου, τα οποία άρχισαν να μοιράζουν ποινές φυλάκισης και τσουχτερά πρόστιμα. Στη Λάρισα τοκογλύφος που είχε δανείσει χρήματα με τόκο 100% τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης 1,5 έτους και χρηματικό πρόστιμο 55.000 δραχμές. Μία από τις συνηθέστερες ειδήσεις στις εφημερίδες έφερε τον τίτλο «Καταδίκη Τοκογλύφου». Το φαινόμενο δεν εξαφανίστηκε βεβαίως και έφτασε ακμαίο έως τις ημέρες μας, αλλά τουλάχιστον αναχαιτίστηκε η ανοδική του πορεία…