Όταν ο βασιλιάς Όθων έκανε το μπάνιο του στο Κεφαλάρι Κηφισιάς

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

«Κηφισιά και Πεντέλη- Οκτώβριος 1839». Υδατογραφία James Skene.

 

Από τα πρώτα χρόνια απελευθέρωσης της Αττικής από τους Τούρκους, την Κηφισιά προτιμούσαν ορισμένοι εύποροι πρόκριτοι των Αθηνών για να περάσουν το καλοκαίρι τους. Δεν υπήρχαν βεβαίως κομψές επαύλεις, ενώ στα χρόνια της τουρκοκρατίας αρκετοί ήταν οι Τούρκοι αλλά και οι Εβραίοι που κατοικούσαν στην περιοχή. Πέρασε τα πάνδεινα και η Κηφισιά στα χρόνια της μεγάλης εθνεγερσίας. Ένα πρωί φοβισμένοι οι κάτοικοι είδαν απαγχονισμένους στα κλαδιά του Πλάτανου πενήντα ανθρώπους οι οποίοι είχαν θεωρηθεί στασιαστές. Διασκορπίσθηκε ο κόσμος και επέστρεψαν μετά τον αγώνα. Τις πληροφορίες αυτές μας παραδίδει ο Θ. Βελλιανίτης.

Δεν άργησε, δε, η Κηφισιά να γίνει θερινό κέντρο και να ανεγερθούν οι πρώτες απλές και άκομψες επαύλεις. Εξάλλου, μέχρι το 1862 δεν υπήρχε ξενοδοχείο στην Κηφισιά, γεγονός το οποίο απέτρεπε τους εκδρομείς να επισκεφτούν την όμορφη κωμόπολη της Αττικής. Δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα, δεν έβρισκαν φαγητό αλλά και αναπαυτικό μέρος για να διανυκτερεύσουν. Παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα πως το πρώτο υποτυπώδες ξενοδοχείο συστήθηκε το 1862 από έναν γνωστό μάγειρο των Αθηνών, τον Ν. Αθανασόπουλο, ο οποίος μετέτρεψε σε ξενοδοχείο την οικία Παπαρρηγόπουλου.

Οπωσδήποτε δεν υπήρχε και βασιλικό κτήμα στην Κηφισιά, όπου ήθελε να περάσει τις θερινές διακοπές του ο βασιλιάς Όθων. Οπότε αναγκαζόταν να απευθυνθεί σε ιδιώτες, οι οποίοι βεβαίως θεωρούσαν τιμή τους να τον φιλοξενήσουν και παραχωρούσαν τα οικήματά τους. Έτσι το 1849 γνωρίζουμε ότι προτίμησε την πολυτελή κατοικία του τότε παρέδρου Σπυρίδωνος Οικονομίδου. Επρόκειτο περί σημαντικής προσωπικότητας. Καταγόταν από την Ήπειρο, ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος και είχε διατελέσει δάσκαλος των παιδιών του ηγεμόνα της Βλαχίας Γρηγορίου Δ΄ Γκίκα.

Απέκτησε μεγάλη περιουσία και κατέβηκε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης. Αγόρασε μεγάλες εκτάσεις στην Κηφισιά και παντρεύτηκε την Ελένη Ν. Λεβίδη. Εκεί λοιπόν κατοίκησε ο Οθων το 1849, στην πολυτελή οικία του Σπ. Οικονομίδου. Το 1857, όταν ο Οθων επέλεξε και πάλι την Κηφισιά για τις θερινές διακοπές του, προτίμησε το νεοκατασκευασμένο μικρό ανάκτορο του Μιχαήλ Τοσίτσα, το οποίο αργότερα μετατράπηκε στο ξενοδοχείο «Αναγέννησις». Ήταν σε τέτοια θέση, ώστε βγαίνοντας στον εξώστη έβλεπε να ξετυλίγεται μπροστά του μαγική εικόνα με βουνά, δάση, πεδιάδες ενώ το βλέμμα έφτανε μέχρι τη θάλασσα.

Ο Βασιλεύς Όθων με φουστανέλλα.

Γι’ αυτό, ο βασιλιάς προτιμούσε να μένει στον πρώτο όροφο. Ο ελαιώνας της Κηφισιάς και του Αμαρουσίου σώζονταν ακόμη και απλωνόταν ως μαγικός τάπητας. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία πως ο Όθων πήγαινε χαράματα, στις 4 το πρωί, στο Κεφαλάρι για να κολυμπήσει στη δεξαμενή που υπήρχε εκεί. Ο χώρος γύρω από την δεξαμενή δεν ήταν κατάφυτος, αλλά υπήρχαν μόνον μια λεύκα και μια πανύψηλη γκοριτσιά, δηλαδή αγριοαχλαδιά. Από κάτω είχε στηθεί η σκηνή την οποία χρησιμοποιούσε ο Όθων για να αλλάζει. Σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων ξαπλωνόταν ο πευκώνας που έφτανε μέχρι τον Κοκκιναρά και περιλάμβανε τον ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου. Όταν επέστρεφε από το μπάνιο του προτιμούσε να παραμένει στην οικία και να ξαναβγαίνει το απόγευμα για περίπατο.

Στις μετακινήσεις του ήταν πάντα έφιππος και στην παραμικρή απόσταση τον ακολουθούσε μία έφιππη ενωμοτία εκλεκτών χωροφυλάκων. Ο φόβος των ληστών ήταν μεγάλος. Εννοείται πως πάντα τον συνόδευε ο υπασπιστής του, ο διαγγελέας της εβδομάδος, αλλά και βασιλικός γιατρός. Ορισμένοι ισχυρίσθηκαν ότι ποτέ δεν θεάθηκε να περπατά. Παραθερίζοντας στην Κηφισιά ο βασιλιάς, κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία, πήγαινε στην κεντρική πλατεία του χωριού, στον «Πλάτανο» ή «Πλατάνα», όπως την αποκαλούσαν οι κάτοικοι. Εκεί συγκεντρώνονταν οι δέκα, δεκαπέντε το πολύ, οικογένειες των Αθηνών που παραθέριζαν στην Κηφισιά. Οπότε, ο βασιλιάς συνομιλούσε με τον κύκλο των προυχόντων που σχηματιζόταν εκεί.