Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ελάχιστοι ίσως θυμούνται ότι ο Γιάννης Τσαρούχης ανέβασε «Τρωάδες» σε θέατρο που δημιούργησε –μόλις για τέσσερις εβδομάδες– σε έναν χώρο σταθμεύσεως της μικρής οδού Καπλανών 6, στο κέντρο των Αθηνών. Ήταν τον Σεπτέμβριο 1977, όταν έστησε ένα ξύλινο ικρίωμα με βαθμίδες στις αναλογίες αρχαίου θεάτρου για να παρουσιάσει την τραγωδία του Ευριπίδη που σκηνοθέτησε ο ίδιος. Στο βάθος του οικοπέδου υπήρχαν χαλάσματα, τα οποία πληρούσαν την αρμονία χρωμάτων που ήθελε ο Τσαρούχης, ενώ θεωρούσε ιδανική την εικόνα της καταστροφής. Η συνέντευξή του προκάλεσε συζητήσεις, αλλά και σχόλια στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
«Εκτός από την αρμονία χρωμάτων υπάρχει η αίσθηση καταστροφής, που καμιά δεξιοτεχνία και καμιά τεχνική δεν μπορεί να δώσει στη σκηνογραφία», δήλωνε ο σπουδαίος Έλληνας καλλιτέχνης, ο οποίος, στο πρόγραμμα της παράστασης, έγραφε πως «δεν είμαι σκηνοθέτης, ούτε σκηνογράφος, πολύ λιγότερο ζωγράφος»! Σημειωτέον ότι ο Τσαρούχης δούλευε επί χρόνια τη μετάφραση του έργου του Ευριπίδη. Τα στοιχεία εκείνης της παράστασης ήταν πράγματι εντυπωσιακά. Η διδασκαλία ήταν του ίδιου που είχε κάνει και τη μετάφραση.
Για τη μουσική επένδυση χρησιμοποιήθηκαν εμβατήρια του Ελληνικού Στρατού, τα ανδρικά κοστούμια ήταν του οίκου Τσόγκα, ενώ οι στολές για τις «προσφυγίνες» αγοράστηκαν από το δημοπρατήριο. Όσο για το σκηνικό αφηνόταν στη «θεά Τύχη»! Αλλά πρωτοποριακή ήταν και η σύνθεση των συντελεστών της παράστασης. Εκάβη η Σμάρω Στεφανίδου, α΄ κορυφαία η Σαπφώ Νοταρά, β΄ κορυφαία η Πίτσα Μπουρνόζου, Κασσάνδρα η Εύα Κοταμανίδου, Ανδρομάχη η Αλίκη Γεωργούλη, Ταλθύβιος ο Χρήστος Τσάγκας κ.ά.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που παρουσίαζε «Τρωάδες» ο Γ. Τσαρούχης. Είχε φτιάξει τα σκηνικά για την ίδια παράσταση λίγα χρόνια νωρίτερα, σε μαθητική παράσταση στο Λονδίνο (1953) και αργότερα στο Παρίσι, σε σκηνοθεσία του Μιχ. Κακογιάννη (1965). Εξάλλου, όταν ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν σε ηλικία 17 χρόνων, το 1928, ο Φώτος Πολίτης χρησιμοποίησε μακέτες του για τα σκηνικά του έργου του Μέτερλιγκ «Πριγκίπισσα Μαλένα». Μισό αιώνα αργότερα περνούσε στη σκηνοθεσία δηλώνοντας ότι πάντα, όταν δημιουργούσε μια σκηνογραφία, έκανε στο μυαλό του και τη σκηνοθεσία. Σπάνια όμως παραδέχονταν την άποψή του οι σκηνοθέτες και μόνο ο Φράνκο Τζεφιρέλι τού είχε δώσει πλήρη ελευθερία, όταν ανέβασαν μαζί τη «Θαΐδα» του Ζιλ Μασνέ στο Ντάλας του Τέξας.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των παραστάσεων στην Καπλανών 6, έφυγε από τη ζωή η Μαρία Κάλλας. Ο Γ. Τσαρούχης ανέβηκε στη σκηνή πριν από την παράσταση και, παρουσία του Αλέξη Μινωτή, της Ασπασίας Παπαθανασίου και άλλων καλλιτεχνών που βρίσκονταν στο ακροατήριο, την αποχαιρέτησε: «Με συντριβή σάς αναγγέλλω τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας. Ήταν μία θεά και θα μείνει ένα αιώνιο σύμβολο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ πως η Λυρική Σκηνή των Αθηνών τη βρήκε ανεπαρκή και την έδιωξε».
Το αποτέλεσμα των παραστάσεων ήταν εντυπωσιακό. Το εγχείρημα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, αποσπώντας ευμενή σχόλια από τον ελληνικό και διεθνή Τύπο. Οι «Τρωάδες» του Γ. Τσαρούχη διατήρησαν το «τραγικό» τους ανάστημα μέσω της οπτικής γωνιάς της οικειότητας. Με αναγωγή στην επικαιρότητα της εποχής, ο Τύπος δεν παρέλειψε να μνημονεύσει -την πρόσφατη τότε- φοβερή μοίρα της Κύπρου, που εντυπώθηκε στην παγκόσμια συνείδηση όχι από τις επίσημες εκθέσεις, αλλά μέσω των σπαρακτικών εικόνων ξεριζωμένων και απελπισμένων γυναικών. Αναπάντεχη θεωρήθηκε η κυριαρχία της Στεφανίδου και εντυπωσιακές οι ελάχιστες, αλλά εύγλωττες κινήσεις της Νοταρά, που υπογράμμιζαν τη ματαιότητα κάθε αντίστασης στη Μοίρα. Επίσης, ξεχώρισε και ο Χρ. Τσάγκας στον αχάριστο ρόλο του Ταλθύβιου. Αρωγός τους βέβαια, ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, που παρέσχε τη δυνατότητα στον Γ. Τσαρούχη να δώσει ένα θριαμβευτικό δείγμα εξυπνάδας και θεατρικού ενστίκτου!