Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Παρουσιάζεται συνήθως η δίωξη της κοντής φούστας ως μεμονωμένο γεγονός από το δικτατορικό καθεστώς του Θεοδώρου Παγκάλου. Μάλλον… αδικείται όμως ο δικτάτορας, διότι ήταν ευρύτατο το φάσμα των μέτρων που λήφθηκαν επί των ημερών του για την περιστολή της ηθικής διαφθοράς και αποτροπή της… εκλύσεως των ηθών. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ως γνωστόν, ο Θ. Πάγκαλος κατέλαβε την εξουσία το θέρος του 1925 κινητοποιώντας στρατιωτικές μονάδες και ανατρέποντας την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου. Αφού κατόρθωσε, με ιδιαίτερη μαεστρία είναι αλήθεια, να περιβληθεί το στρατιωτικό του κίνημα με κοινοβουλευτικό μανδύα, μεταξύ άλλων επιδόθηκε σε γιγαντιαία προσπάθεια πατάξεως κάθε δραστηριότητας που θεωρούσε ότι ξεπερνούσε το «μέτρον της ηθικής».
Το μέτρο της ηθικής και της αισθητικής του Θ. Πάγκαλου ενοχλούσαν και τα περίφημα χοροδιδασκαλεία. Επιβλήθηκαν ειδικές διατάξεις από το Τμήμα Ηθών για τη λειτουργία τους. Διαιρέθηκαν σε κατηγορίες, μπήκε ωράριο και προβλέφθηκε η εκ μέρους του κράτους επιτήρηση της τάξης και της ευπρέπειας, όπως ανέφεραν οι αστυνομικές εγκύκλιοι. Αλλά ένα δραματικό γεγονός έδωσε αφορμή στον Θ. Πάγκαλο να λάβει σκληρά μέτρα. Επρόκειτο για μια αδελφοκτονία που έγινε στην Αθήνα το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1926.
Η 16χρονη Αδριανή συνεδέθη αισθηματικώς μετά γνωστού χοροδιδασκάλου «υφ’ ού και διεφθάρη». Ο θιγείς στρατιώτης αδελφός έσφαξε το κορίτσι και το γεγονός της εμπλοκής του χοροδιδασκάλου έφερε στην επιφάνεια τη σχετική συζήτηση. Τα χοροδιδασκαλεία θεωρήθηκαν συλλήβδην ως χώροι διαφθοράς. Η κυβέρνηση έσπευσε, με αστυνομική διάταξη, να σφραγίσει τα περισσότερα χοροδιδασκαλεία των Αθηνών, τα οποία κρίθηκαν ότι διαβρώνουν τα ήθη και οδηγούν στον… όλεθρο τις ατθίδες.
Ο πέλεκυς έπεσε επί δικαίων και αδίκων. Στην υπόθεση προσπάθησε να παρέμβει ο «Σύνδεσμος Ελλήνων Χοροδιδασκάλων», ο οποίος έσπευσε να υπεραμυνθεί της ηθικής υπόστασης των μελών του και να διαγράψει όσα μέλη «αμφιβόλου ηθικής» είχαν παρεισφρήσει στους κόλπους του. Επιπροσθέτως προέβη σε οδηγίες προς γονείς και κηδεμόνες, αλλά ήταν πλέον αργά. Η απόφαση είχε ληφθεί και το ζήτημα περνούσε πλέον στα χέρια των δημοσιογράφων, των χρονογράφων και των σκιτσογράφων.
Οι συζητήσεις άναψαν, αφού όλοι είχαν κάτι να πουν για τα χοροδιδασκαλεία. Δάσκαλοι, ιερείς, γονείς, παιδιά, έγιναν κυριολεκτικώς «μαλλιά κουβάρια». Υπήρχαν και εκείνοι οι οποίοι με λεπτότητα, καλού – κακού, αντιμετώπιζαν τις εξελίξεις κάνοντας λόγο για «μόδα διαφθοράς». Θεωρούσαν ότι ήταν ματαιοπονία η προσπάθεια που καταβαλλόταν γιατί απλούστατα η διαφθορά ήταν μόδα! Ο Τίμος Μωραϊτίνης έγραφε πως τρία πράγματα δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τη συμμετοχή του θήλεος, ο έρωτας, ο γάμος και ο χορός!
Στη συζήτηση τέθηκαν και ζητήματα ποιότητας των χορών. Υπήρχαν και εκείνοι που ζητούσαν να επανέλθει η μαζούρκα και οι καντρίλιες. Ούτε λίγο, ούτε πολύ να επιστρέψουν μερικές δεκαετίες πίσω.
«Φοβερά αγκίστρια» που έπιαναν «δόλια ψαράκια»
Ακολουθούσε ο Παύλος Νιρβάνας, ο οποίος επισήμαινε πως τα ήθη μοιάζουν με τα ρούχα. Ποτέ δεν φοριούνται συνεχώς με τον ίδιο τρόπο και αλλάζουν σύμφωνα με τις εποχές. Έτσι υπάρχουν μόδες σεμνότητας και ηθικής, μόδες έκλυσης και διαφθοράς. Όσο και αν προσπαθούσαν να διασκεδάσουν τα πράγματα οι δημοσιογράφοι και οι λογοτέχνες, ο κόσμος είχε επηρεαστεί αρνητικά. Οι περισσότεροι φαντάζονταν πλέον τα χοροδιδασκαλεία ως «φοβερά αγκίστρια» που έπιαναν «δόλια ψαράκια» και τα πετούσαν από το καθαρό νερό στο λασπωμένο καλάθι του ψαρά. Εννοώντας βεβαίως πως ύποπτοι τύποι που σύχναζαν σε αυτά διέφθειραν τα αγνά κορίτσια. Πάντως, τα χοροδιδασκαλεία δεν εξαφανίσθηκαν. Επανήλθαν σε ακμή τη δεκαετία 1930, με εντελώς διαφορετική μορφή, χωρίς όμως να ανακτήσουν την αίγλη των «παλαιών χοροδιδασκαλείων».