Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν πριν από 90 χρόνια, στις 13 Ιανουαρίου 1927, περίπου δώδεκα το μεσημέρι. Έκπληκτοι οι Έλληνες, επίσημοι και μη, έβλεπαν τον 53χρονο πανίσχυρο υπουργό Θησαυροφυλακίου (Οικονομικών) της Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος επισκεπτόταν τη χώρα μας, να εγκαταλείπει τους πάντες και να ανεβαίνει στην Ακρόπολη. Ασθμαίνοντας τον ακολουθούσαν ο σχεδόν συνομήλικος και ομόλογός του υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Καφαντάρης και πολλοί υπηρεσιακοί παράγοντες. Όλοι έστρεφαν το βλέμμα τους προς τον επιφανή επισκέπτη, ελπίζοντας πως η χώρα του θα άπλωνε χείρα βοηθείας προς την Ελλάδα για τη ρύθμιση των χρεών της. Ωστόσο, εκείνος προτίμησε να φορέσει μια μακριά μπλούζα και, αφού έβγαλε τα σύνεργά του, έστησε ένα τρίποδο και άρχισε να ζωγραφίζει τον Παρθενώνα[1]!
Οι δυσχερείς περιστάσεις είχαν οδηγήσει σε πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο. Η οικουμενική κυβέρνηση, που είχε σχηματιστεί υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, είχε ως κύριο μέλημά της την επίλυση του οικονομικού προβλήματος που αντιμετώπιζε η χώρα.
Ανεπίσημα
Στόχος της, η σύναψη δανείων για να σταθεροποιήσει το νόμισμα, η εκκαθάριση των ελλειμμάτων και η αποκατάσταση των προσφύγων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες επισκεπτόταν την Ελλάδα μοίρα του αγγλικού στόλου, έχοντας ως ανεπίσημο επιβάτη και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Ο τελευταίος ξεκαθάρισε ότι θα έφευγε αυθημερόν για Πρίντιζι και ήθελε μόνο να ανέβει στην Ακρόπολη και να συναντήσει τον φίλο του υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος Ανδρέα Μιχαλακόπουλο.
Ο Τσόρτσιλ γνώριζε την Αθήνα και την Ακρόπολη, αφού είχε πραγματοποιήσει παλαιότερα ακόμη δύο επισκέψεις. Την προηγούμενη φορά που είχε επισκεφθεί και πάλι ανεπισήμως την Αθήνα ήταν το 1913, με την οικογένειά του και την οικογένεια του Άγγλου πρωθυπουργού Χέρμπερτ Άσκουιθ. Εντυπωσιασμένος από τις αρχαιότητες και το φως της αττικής γης, ήθελε να ζωγραφίσει πάνω στον Ιερό Βράχο. Η ζωγραφική ήταν το χόμπι και μία από τις σημαντικές πτυχές της ζωής του, αφού για περισσότερα από σαράντα χρόνια ζωγράφιζε. Οι κριτικοί πιστεύουν πως υπήρξε ταλαντούχος ζωγράφος και πως είναι συναρπαστική η μελέτη των έργων του. Εξάλλου, από το 1921 είχε δημοσιεύσει μία μονογραφία με τον τίτλο «Η ζωγραφική ως χόμπι».
Πάντως, όταν ανέβηκε στην Ακρόπολη, τον Ιανουάριο 1927, συνοδευόμενος από τον αδελφό του και τον γιο του Ράντολφ, ζήτησε να τον αφήσουν ήσυχο να δημιουργήσει. Όταν βρέθηκε μπροστά στο Ερέχθειο, κάλεσε τον γιο του και του είπε: «Έλα να δεις την ωραιότερη πόρτα του κόσμου»! Κοντά του βρέθηκε μόνο ο επιφανής αρχαιολόγος Γεώργιος Οικονόμος, ο οποίος τον ενημέρωσε για τις εργασίες αναστηλώσεως. Ο Τσόρτσιλ θαύμαζε τα χρώματα της ατμόσφαιρας των Αθηνών και ήθελε να τα αποδώσει στους πίνακές του. Το 1927 έμεινε επί της Ακροπόλεως περίπου πέντε ώρες και φιλοτέχνησε δύο πίνακες. Έναν με τη βορειοανατολική γωνιά του Παρθενώνος και τον δεύτερο με τη θύρα του Παρθενώνος.
Εντυπωσίασε όσους τον παρακολούθησαν για την ταχύτητα με την οποία σχεδίαζε και τον τρόπο που ολοκλήρωνε τις ελαιογραφίες του. Έφυγε αυθημερόν από την Αθήνα, αφού συνάντησε μόνο τον Α. Μιχαλακόπουλο, με τον οποίο συζήτησε και τα οικονομικά ζητήματα. Αλλά το πάθος του για την Ακρόπολη είχε και συνέχεια. Επτά χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο 1934, επανήλθε, ινκόγκνιτο αυτή τη φορά, και μόνο για να ζωγραφίσει! Κάνοντας κρουαζιέρα στη Μεσόγειο, συνοδευόταν από τη γυναίκα του Κλημεντίνη, αρνήθηκε να συναντήσει και να μιλήσει με οποιονδήποτε και περιορίστηκε να ανέβει στην Ακρόπολη για να ζωγραφίσει. Οι φύλακες δεν τον αναγνώρισαν και αποσοβήθηκε η επέκταση επεισοδίου χάρη στους ανθρώπους της αγγλικής πρεσβείας[2]
.
Τις ίδιες ώρες
Προτίμησε πάλι να παραμείνει στο Κάστρο των Αθηνών τις ίδιες ώρες, από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις πέντε το απόγευμα περίπου. Ζωγράφισε τη δυτική πλευρά του Παρθενώνος, φορώντας πάνινο καπέλο και λευκή μπλούζα. Κατά τη διάρκεια εκείνης της επίσκεψής του στην Ελλάδα, ο Τσόρτσιλ φρόντισε να επισκεφθεί σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην Κόρινθο, την Ελευσίνα κ.α. Παρά το γεγονός ότι η επίσκεψή του ήταν γνωστή στη βρετανική πρεσβεία, η οποία προσπάθησε να προετοιμάσει εν σιγή τα της άφιξης και παραμονής του, σημειώθηκαν και τραγελαφικά επεισόδια. Όπως η εμμονή του λιμενάρχη να μην επιτρέπει την αποβίβαση από το κότερο της ιδιαιτέρας γραμματέως του. Είδαν κι έπαθαν οι αρμόδιοι του αγγλικού προξενείου και χρειάστηκε εν τέλει η επέμβαση του υπουργείου Ναυτικών για να πειστεί ο προσηλωμένος στο καθήκον αξιωματικός.
Όσο περνούν τα χρόνια και έρχονται στην επιφάνεια έργα του, τόσο περισσότερο αποκαλύπτονται άγνωστες καλλιτεχνικές πτυχές του επιφανούς Άγγλου πολιτικού. Στην αρχή παρουσιαζόταν με ψευδώνυμο, ενώ αργότερα δεν δίσταζε να παρουσιάσει και να δωρίσει έργα του. Πολλά έχουν φιλοξενηθεί σε εκθέσεις και ιδρύματα τέχνης από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Αυστραλία και την Ευρώπη. Το 1959, ενώ ο Τσόρτσιλ ήταν 85 ετών, παρουσιάστηκαν 61 έργα του στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου[3]. Μπορεί να είναι αναμφισβήτητο το ταλέντο του, ωστόσο τα τεράστια ποσά που καταβάλλονται για τους πίνακές του οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στη φήμη του.
Δώρο στον Αντενάουερ ο ένας πίνακας
Τι απέγιναν όμως οι πίνακες που ζωγράφισε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, όταν ανέβηκε στον Παρθενώνα; Γνωρίζουμε πως το έργο που εικάζεται ότι το φιλοτέχνησε το 1934, το δώρισε είκοσι δύο χρόνια αργότερα (1956) στον Γερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ (1876-1967). Με αυτόν τον τρόπο, ο Τσόρτσιλ εξέφραζε τον θαυμασμό του στον Γερμανό ηγέτη, πιστεύοντας πως ήταν ο άνθρωπος που οδήγησε τη χώρα του στη μεταπολεμική ανάκαμψη.
Οι κριτικοί του έργου του Τσόρτσιλ, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τους λόγους που επέλεξε να δωρίσει τον ερειπωμένο ελληνικό ναό, εικάζουν πως συμβόλιζε την κοινή επιλογή τους για ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ευρώπης. Το έργο αυτό, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, πρόκειται να εκτεθεί τον ερχόμενο Φεβρουάριο στο Gunter-Grass Haus της παλιάς πόλης του Lubeck.