Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Κατακλύζονται οι τηλεθεατές με τις παρουσιάσεις των εκπομπών μαγειρικής, οι οποίες ολοένα και αυξάνονται. Σπάνια όμως ακούγεται το ονοματεπώνυμο του πρωτοπόρου στο είδος που δεν είναι άλλος από τον Νικόλαο Τσελεμεντέ (1878-1958). Καταγόμενος από το χωριό Εξάμπελα της Σίφνου, ήταν ένα από τα επτά παιδιά και ο πρωτότοκος του Κωνσταντίνου Τσελεμεντέ που κατοικούσε στην οδό Πετρίτση, της Αγίας Φωτεινής Ιλισού. Εκεί γεννήθηκε ο Νικόλαος, ο οποίος πρωτοασχολήθηκε με τη μαγειρική σε νεαρή ηλικία, εργαζόμενος στο εστιατόριο του θείου του Γιάννη Τσελεμεντέ. Ήταν στο Νέο Φάληρο και ήταν από τα στέκια που προτιμούσε ο Γεώργιος Σουρής και η παρέα του. Εξάλλου, τόσο οι γονείς του Νικ. Τσελεμεντέ όσο και άλλα μέλη της οικογένειας ασχολούνταν με εστιατόρια και τη μαγειρική[1].
Ευφυής, χιουμορίστας, ανήσυχος και ερωτευμένος με τη μαγειρική, ο Ν. Τσελεμεντές, κυριάρχησε στον χώρο όταν εξέδωσε τον πρώτο ολοκληρωμένο οδηγό μαγειρικής του το 1925. Η επιτυχία του ήταν απρόσμενη και ο ίδιος βρισκόταν ήδη στην Νέα Υόρκη, σπουδάζοντας και εργαζόμενος. Έφτασε στο σημείο ο Κώστας Αθάνατος, τον Δεκέμβριο 1925, να γράψει πως ο «Τσελεμεντές» τις άγιες ημέρες είχε υποσκελίσει σε κυκλοφορία και ανάγνωση το ιερό ευαγγέλιο[2]! Ο N. Τσελεμεντές επέστρεψε στην Αθήνα το 1932, φέρνοντας τα εφόδια της σύγχρονης μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής αλλά και της διαιτολογίας.
Επιμελής και φιλομαθής ανήγαγε τη μαγειρική σε επιστημονικά ύψη λαμβάνοντας υπόψη του τη διεθνή βιβλιογραφία και τις τάσεις του κοσμοπολιτισμού. Διαχειρίστηκε με τέχνη τη δημοσιότητα, αρθρογράφησε σε εφημερίδες και έφτασε στο σημείο να ανταλλάσσει απόψεις δημοσίως με σημαντικούς και διακεκριμένους επιστήμονες. Κατόρθωσε έτσι να κάνει το επώνυμό του συνώνυμο με την καλή μαγειρική. Αυτός ήταν ο Ν. Τσελεμεντές, ο φιλελεύθερος (βενιζελικός) συγγραφέας του περίφημου Οδηγού, ο οποίος ίδρυσε το 1933 και την πρώτη Σχολή Μαγειρικής για νοικοκυρές[3].
Ανέλαβε εν ολίγοις να τις μάθει να μαγειρεύουν χωρίς να απεχθάνονται την κουζίνα τους. Να απομακρύνει την τσίκνα και την καπνιά από τις κουζίνες, τις οποίες ήθελε να μετατρέψει στα καθαρότερα διαμερίσματα του σπιτιού! Να απαλλάξει τη γυναίκα από τη σκλαβιά της κουζίνας και να απλοποιήσει τον τρόπο του μαγειρέματος. Εντέλει, να πείσει της αρχές πως έπρεπε να συστήσουν σχολές μαγειρικής με κρατική μέριμνα. Στέγασε τη Σχολή του στο περίφημο Ζαχαροπλαστείο «Δεσποτικόν» της οδού Μέρλιν και λειτουργούσε τρία τμήματα, αναλόγως του επιπέδου που βρίσκονταν οι… μαθήτριές του[4].
Εννοείται πως εμμέσως προωθούσε τη «Μαγειρική» του (αρχάριες, περισσότερο προχωρημένες και προχωρημένες). Σε κάθε τάξη οι… μαθήτριες παρακολουθούσαν είκοσι μαθήματα. Πάντως φαίνεται πως η Σχολή Μαγειρικής του Ν. Τσελεμεντέ δεν ευδοκίμησε, τουλάχιστον όσο εκείνος θα επιθυμούσε.
Αλλά ο επιτυχημένος αρχιερέας της μαγειρικής δεν ήταν δυνατόν να πτοηθεί. Βρήκε άλλον τρόπο να επικοινωνήσει με τις νοικοκυρές. Αφού δεν υπήρχε ακόμη η τηλεόραση χρησιμοποίησε στις εφημερίδες για να απαντά στο ερώτημα «Τι θα φάμε σήμερα;». Γνωρίζοντας καλά την ψυχολογία των γυναικών και την καθημερινή τους έννοια για το φαγητό, κατέλαβε από το 1934 τις στήλες των εφημερίδων και τους πρότεινε θαυμάσεις συνταγές. Ταυτοχρόνως απαντούσε στις επιστολές με τις απορίες που εξέφραζαν οι γυναίκες[5]. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πρόσφερε μέσω του Τύπου συνταγές προσαρμοσμένες, όπως σούπα ριζάλευρο με ντομάτα ή σπανακοπίλαφο, φτιαγμένο με πλιγούρι αντί για ρύζι[6]. Έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο 1958 εν μέσω ευτυχισμένης οικογένειας και ύμνων που του αφιέρωσαν όλοι οι χρονογράφοι της εποχής[7].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 14 Ιανουαρίου 2018