Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τότε που ιδρύθηκαν, δηλαδή επί Όθωνος, έως σήμερα οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι δήμοι και οι κοινότητες έχουν γνωρίσει πολλά παράδοξα. Η θεμελιώδης νομοθεσία για την αυτοδιοίκηση εκδόθηκε το 1833, ακολούθησαν πολύπλοκες διαδικασίες και άρχισε ο σχηματισμός των δήμων που διήρκεσε από το 1834 έως το 1836.[1] Σύντομα όμως διαπιστώθηκε ότι οι δήμοι που είχαν σχηματιστεί ήταν μικροί, με λίγους κατοίκους και οικονομικά ανίσχυροι. Οπότε και ενόσω εξακολουθούσε ο σχηματισμός νέων δήμων, σε άλλες περιοχές μετασχηματίζονταν ή ακριβέστερα συγχωνεύονταν οι δήμοι που είχαν σχηματιστεί![2] Στους δέκα νομούς που ήταν διαιρεμένη τότε η Ελλάδα επικρατούσε σύγχυση.
Συγχωνεύσεις έγιναν και στην Αττική, αλλά το ζήτημα που απασχόλησε την κοινή γνώμη και τη διοίκηση ήταν η προσπάθεια του Δήμου Αθηναίων να απορροφήσει τον Δήμο Πειραιώς.[3] Η διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί ήταν επίσης πολύπλοκη. Έπρεπε να γνωμοδοτήσουν τα δημοτικά συμβούλια και μέσω των διοικήσεων (:επαρχιών), με αιτιολογημένες εκθέσεις, το ζήτημα να παραπεμφθεί στο υπουργείο Εσωτερικών προκειμένου να εκδοθεί βασιλικό διάταγμα.[4] Ήταν Μάρτιος 1840, όταν το δημοτικό συμβούλιο Αθηνών ζητούσε με απόφασή του να συμπεριληφθούν στα δικά του όρια, δηλαδή να συγχωνευθούν οι δήμοι Πειραιώς και Αμαρουσίου.[5]
Όταν συνέβαιναν αυτά οι κάτοικοι των Αθηνών δεν ξεπερνούσαν τις 25.000 και του Πειραιώς τις 3.000.[6] Ωστόσο στον Πειραιά διαμορφωνόταν μία δυναμική πραγματικότητα. Συγκέντρωνε περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις από την Αθήνα, η ανθρωπογεωγραφία ήταν αξιόλογη αφού σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες είχαν επιλέξει τον Πειραιά ως έδρα τους που διέθετε το λιμάνι και τη θάλασσα.[7] Ο Δήμος Αθηναίων χρησιμοποιώντας μάλλον απλοϊκά επιχειρήματα, τόνιζε ότι ουδέποτε στους αρχαίους ή νεότερους χρόνους υπήρξε Δήμος Πειραιώς. Συμπλήρωνε δε, ότι είχε συσταθεί μόλις πριν από πέντε χρόνια και χωρίς να λάβει γνώση ο Δήμος Αθηναίων.[8]
Ακόμη πως ο Δήμος Πειραιώς δεν είχε δικά του όρια και δεν μπορούσε να αποκτήσει, ότι φορολογούσε τα εμπορεύματα που προορίζονταν για την Αθήνα, ενώ ο Δήμος Αθηναίων επιβαρυνόταν και με το κόστος για την υγειονομική παρακολούθηση των κοινών γυναικών του Πειραιά. Εξάλλου, στο δημοτικό νοσοκομείο των Αθηνών νοσηλεύονταν και οι Πειραιώτες, οπότε ο δήμος της πρωτεύουσας επιβαρυνόταν υπερβολικά.[9]
Μόλις έμαθαν τα μαντάτα οι Πειραιώτες αντέδρασαν με σφοδρότητα. Συνεκλήθη εκτάκτως το δημοτικό συμβούλιο αποκρούοντας την ιδέα της συγχώνευσης.[10] Σύντομα συνεδρίασε εκ νέου για να αντικρούσει, μία προς μία, τις αιτιάσεις του Δήμου Αθηναίων, τον οποίο κατηγορούσε για αναξιοπρέπεια, φιλαυτία και αξιοκατάκριτη αντιζηλία! Παραδέχονταν βεβαίως οι Πειραιώτες ότι την εποχή της δουλείας δεν υπήρχε κοινότητα ή κάτοικοι, αφού ο Πειραιάς ήταν έρημος και μόνον η Μονή Αγίου Σπυρίδωνος υπήρχε στην περιοχή του.[11]
Ωστόσο το «μυστικό» του ζητήματος κρυβόταν στις οικονομικές διαστάσεις του. Το γεγονός ότι ο Δήμος Αθηναίων ισχυριζόταν πως ο Πειραιάς δεν είχε ούτε μπορούσε να αποκτήσει όρια οφειλόταν σε μια πραγματικότητα. Το σύνολο της γης του Πειραιά, πλην της δημόσιας που δινόταν σε συνοικιστές (Χίους, Υδραίους κ.ά.), ανήκε σε Αθηναίους. Όπως ισχυρίζονταν χαρακτηριστικά οι τελευταίοι οι περιουσίες τους έφταναν μέχρι τη θάλασσα.[12] Και οι Πειραιώτες απαντούσαν πως μόνον μία από τις νεοανεγειρόμενες και καλαίσθητες οικίες είχε μεγαλύτερη αξία από το σύνολο των ακαλλιέργητων γαιών των Αθηναίων, τις οποίες εξάλλου θα αγόραζαν σιγά-σιγά οι Πειραιώτες. Όσο για τις κοινές γυναίκες ο Δήμος Πειραιώς απαντούσε ότι σωστά νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο των Αθηνών, αφού η πρωτεύουσα τις φορολογούσε αναλόγως.[13] Πλούσια ήταν λοιπόν τα επιχειρήματα του Πειραιά, τα οποία έπεισαν τις προϊστάμενες Αρχές να μην πραγματοποιήσουν τη συγχώνευση.[14] Ωστόσο, στην Αθήνα προσαρτήθηκε τότε το Κερατσίνι και το Μαρούσι, το οποίο αποχωρίστηκε και πάλι από τον Δήμο Αθηναίων δέκα χρόνια αργότερα (1850).[15]