Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι περισσότεροι πιστεύουμε πως το «σαφάρι» του θερινού κυνηγητού για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στα νησιά και στις εξοχές, κυρίως στα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, είναι φαινόμενο των ημερών μας. Στην πραγματικότητα όμως, το κράτος, από τότε που συστήθηκε, προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα χωρίς να τα καταφέρνει αποτελεσματικά έως σήμερα. Νόμοι, βασιλικά και νομοθετικά διατάγματα, εγκύκλιοι, αποφάσεις δημοτικών συμβουλίων, αστυνομικές διατάξεις, αγορανομικές διατάξεις και πάσης φύσεως οδηγίες που εκδίδονταν από τα χρόνια του Όθωνα, δηλαδή περισσότερα από 180 χρόνια, δεν στάθηκαν ικανές να επιβάλουν ένα δίκαιο και ευέλικτο σύστημα είσπραξης φόρων!
Κι όμως, υπήρξε ένας πολιτικός ο οποίος, είτε ως υπουργός Οικονομικών είτε ως πρωθυπουργός, αγωνίσθηκε επί μία ολόκληρη δεκαετία και κατόρθωσε εν τέλει να βάλει κάποια τάξη, έστω για βραχύ χρονικό διάστημα. Πρόκειται για τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον μέγιστο «φορομπήχτη», όπως τον αποκαλούσαν. Από τα τέλη της δεκαετίας 1870 είχε συνειδητοποιήσει την κατάσταση. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τους περισσότερες μήνες του χρόνου και η εξωστρέφεια του ελληνικού λαού πυροδοτούσαν τις υπαίθριες διασκεδάσεις. Ευρηματικοί επιχειρηματίες, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, εφεύρισκαν τρόπους για να προσφέρουν σε όλα τα βαλάντια υπαίθρια διασκέδαση.
Κανείς, ωστόσο, δεν πλήρωνε φόρους. Το ζήτημα ήταν ατελέστατο και κάθε προσπάθεια να ευαισθητοποιηθούν οι υπεύθυνοι έπεφτε στο κενό. Εξέδωσε, λοιπόν, διάφορα νομοθετήματα, προσπάθησε να οργανώσει μηχανισμούς, να συνδέσει τους ελέγχους με τις περί των χαρτοσήμων νόμους κ.ά. Είχε φθάσει πλέον το 1887, η πόλη των Αθηνών μεγάλωνε, αλλά η κατάσταση ως προς τη φορολογία των διασκεδάσεων παρέμενε η ίδια. Τότε άκμαζαν ιδιαίτερα τα άφρακτα συνήθως λαϊκά θέατρα στο κέντρο και τις γειτονιές των Αθηνών, καθώς και τα αποκαλούμενα ωδικά καφενεία, τα καφέ σαντάν. Ήταν τα περίφημα καφωδεία, από το γαλλικό cafés chantants (chant = άσμα, τραγούδι, ωδή), τα οποία είχαν εμφανιστεί την εποχή της Μεσοβασιλείας (1863).
H επιβολή εισιτηρίου στα υπαίθρια θέατρα και καφωδεία
Τι έκανε λοιπόν ο Χ. Τρικούπης, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός αλλά διατηρούσε και το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Οικονομικών; Χρησιμοποίησε το νομοθετικό οπλοστάσιο που είχε προετοιμάσει την προηγούμενη δεκαετία για να αντιμετωπίσει ριζικά την κατάσταση. Υποχρέωσε τους διευθυντές ή τους εργολάβους των άφρακτων θεάτρων ή των ωδικών καφενείων, ανεξαρτήτως αν είχαν υπόστεγα ή όχι, να κόβουν δεκάλεπτα ένσημα εισιτήρια ανάλογα με τον αριθμό των θεατών που μπορούσαν να καθίσουν στα εκτεθειμένα καθίσματα. Αν ο καταστηματάρχης εισέπραττε ποσόν περισσότερο της δραχμής, έπρεπε να είναι ανάλογου ποσού και το ένσημο εισιτήριο.[1]
Εν ολίγοις, υπήγαγε τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος στο καθεστώς που ίσχυε για τα θέατρα! Αλλά ποιος θα φρόντιζε να κοπούν τα εισιτήρια; Την εργασία αυτή ανελάμβαναν δημόσιοι υπάλληλοι, υπαξιωματικοί ή χωροφύλακες, οι οποίοι φρόντιζαν να ρίχνονται τα εισιτήρια σε ειδικό κουτί και να συντάσσουν διπλό πρωτόκολλο. Το ένα αντίγραφο κρατούσε ο επιχειρηματίας και το άλλο παραδιδόταν στην Εφορία μαζί με το κουτί στο οποίο είχαν ριχτεί τα εισιτήρια.
Αλλά τι συνέβαινε σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας τα προσδιορισμένα από το κράτος όργανα ανακάλυπταν πως δεν είχαν κοπεί τα προβλεπόμενα ένσημα εισιτήρια για την πληρωμή του φόρου; Τότε ο υπεύθυνος τιμωρούνταν από τον αρμόδιο ταμία καταβάλλοντας πολλαπλάσιους φόρους, από 100-200 δραχμές, ενώ έκλεινε και το κατάστημα!
Όπως ήταν φυσικό, υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις, ιδιαιτέρως από τους ιδιοκτήτες των ωδικών καφενείων και τους βλάμηδες που τους προστάτευαν. Έβρισκαν πολλούς τρόπους για να παρεμποδίσουν το έργο των ελεγκτών. Έφτασαν να τους ρίχνουν ως… δόλωμα «γύναια εβδόμης τάξεως» που εργάζονταν στα καφωδεία, όπως έγραψε ο Θ. Βελλιανίτης. Εν τέλει, όμως, κατόρθωσαν να εισπράττουν τους φόρους, ενώ στοιχεία του συστήματος εκείνου ανιχνεύονται έως σήμερα στον φόρο των θεαμάτων επί των εισιτηρίων των κινηματογράφων!