Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τα προπολεμικά χρόνια τις Σπέτσες προτιμούσαν όσοι επιθυμούσαν να απολαύσουν ένα καλοκαιρινό Σαββατοκύριακο. Καραβάνια εκδρομέων κατέφθαναν στο νησί, με ατμόπλοια της γραμμής, για να νιώσουν τα απαλό χάιδεμα της θάλασσας. Να κάνουν ένα πλούσιο ηλιόλουτρο στην πλαζ των Σπετσών που ήταν η αμμουδιά μπροστά από την Αναργύρειο Σχολή. Αλλά και στην αμμουδιά της Κουνουπίτσας ή του Αγίου Νικολάου προς το παλιό λιμάνι. Εκεί «επιδεικνύονται τα ωραιότερα μαγιό και οι ωραιότερες πυτζάμες και διοργανούνται αγώνες ταχύτητος με τα μονόξυλα και αγώνες “ουώτερ πόλο”» [1], όπως έγραφαν οι εφημερίδες το 1933!
Τα βράδια η προτίμηση των παραθεριστών, στρεφόταν στην Ντάπια, όπου το φαγητό ακολουθούσε χορός στις ταράτσες του Ποσειδωνίου υπό τους ήχους «τζαζ μπαντ». Είχε προηγηθεί βόλτα προς το Λιγονέρι και το Μπρέλλο, ενώ πραγματικό χαρούμενο πανηγύρι για το νησί γινόταν, όταν ναυλοχούσε εκεί ο αγγλικός στόλος. Τότε οργανωνόταν χορός μπαλ μασκέ, ενώ τα ναυτάκια πλημμύριζαν το νησί με τα τραγούδια και τα γλέντια τους. Τη γενναία ζυθοποσία ακολουθούσαν ματς πυγμαχίας, τα οποία δεν έχαναν τη χάρη τους αφού τηρούνταν οι κανονισμοί του αγωνίσματος!
Οι αξιωματικοί συχνά παρακολουθούσαν τέτοιους αγώνες εξαφανίζοντας τη σιδηρά πειθαρχία που επικρατούσε στα αγγλικά πολεμικά. Αλλά όταν σπάνια συνέβαιναν παρεκτροπές, άμεση ήταν η επέμβαση της Ναυτονομίας. Για τους ντόπιους η άφιξη του στόλου σήμαινε, βεβαίως, σημαντικά κέρδη και βασική πηγή εσόδων.
Δύο ήταν τα μεγάλα ξενοδοχεία του νησιού στις αρχές της δεκαετίας 1930. Το «Ποσειδώνιον» και η «Μεγάλη Βρεταννία», όπου κατέλυε πλήθος εκπροσώπων της αθηναϊκής κοινωνίας (βουλευτές, δικηγόροι, επιχειρηματίες κ.ά.). Από τα αγαπημένα χόμπι ντόπιων και επισκεπτών ήταν το κυνήγι, κυρίως λαγών, τρυγονιών και περδίκων. Την οργάνωση αναλάμβανε ο Κυνηγετικός Σύλλογος του νησιού [2].
Αλλά θα κάνουμε και ένα μεγαλύτερο άλμα προς το παρελθόν των Σπετσών για να τον συναντήσουμε όχι μόνον ως τόπο τουριστικού προορισμού, αλλά και ως έναν από τους αγαπημένους κυνηγότοπους της δεκαετίας 1880! Ως τέτοιος καταγραφόταν από τον ανώνυμο περιηγητή [3], ο οποίος με το ψευδώνυμο «Σκαρμός». δημοσίευε τις εντυπώσεις του στην εφημερίδα του Ιωάννου Καμπούρογλου, επισημαίνοντας πως η ωραιότερη και πιο διασκεδαστική εποχή για το νησί ήταν από 20 Αυγούστου μέχρι 20 Σεπτεμβρίου. Όσοι πήγαιναν για διακοπές μάζευαν σιγά – σιγά τα πράγματά τους και άρχιζε η οχλοβοή των μούστων που συνοδευόταν από ευχές για καλό κρασί, αποτελώντας την ενδόμυχη ευχαρίστηση των κρασοπατέρων.
Οι κυνηγοί εξέφραζαν τη χαρά τους βλέποντας να πληθαίνουν τα πουλιά. Τρυγόνια, ορτύκια, τσαλαπετεινοί, τουρλίδες, κεφαλάδες και συκοφάγοι έκαναν μοναδική την παραμονή των κυνηγών στο νησί τουλάχιστον για έναν μήνα! Με την ανατολή του ήλιου, οι κυνηγοί εμφανίζονταν για να αρχίσουν τον εξοντωτικό τους πόλεμο εναντίον των δύστυχων ορτυκιών. Ο δρόμος που προτιμούσαν ήταν της Συκιάς. Πιο σύντομος και επίπεδος είχε στη διαδρομή του και νερό της Πίκιζας, που έβγαινε από «μίαν σκασμάδαν ενός απορρώγος βράχου»! Θεωρούσαν το νερό «αθάνατο» αλλά όλο και λιγόστευε.
Από βραδύς γνώριζαν οι κυνηγοί, παρακολουθώντας τους ανέμους, εάν θα είχε κυνήγι την επομένη. Τα πουλιά ταξιδεύαν με το μελτέμι. Τότε ξεσηκωνόταν ο κόσμος από τις τουφεκιές που έπεφταν στο βουνό. Οι ιστορίες που διηγούνταν και δημοσίευαν έκαναν λόγο για 50 ή 100 πουλιά ο καθένας. Όσο για τους κουρασμένους κυνηγούς, το αποκούμπι τους ήταν το μοναστήρι της Παναγίας Ελωνα, όπου ο μοναχός Ακάκιος Κούτσης παρείχε την περιποίησή του. Σήκωνε τα ράσα για να ψήσει το γουρουνόπουλο, σε εκείνους όμως που συμπαθούσε. Διότι με κοντόξυλο ανά χείρας κατεδίωκε τους άλλους.
Εκεί πάνω στον λόφο στήνονταν τρικούβερτα γλέντια και διασκεδάσεις με σουβλίσματα ορτυκιών, τραγούδια, βιολιά και ξαπλώματα κάτω από τα υπερμεγέθη πεύκα. Επίσης φημισμένος ήταν και παραμένει στις ημέρες μας ο Προφήτης Ηλίας, το υψηλότερο σημείο των Σπετσών και λίγο παρακάτω το εκκλησάκι της Αγίας, πάνω σε όμορφο και καλομαντρωμένο λοφίσκο, όπου και το δεύτερο νεκροταφείο της πόλης. Στους πρόποδες τα κτήματα του Κουνουπιώτη, γιου της Μπουμπουλίνας και λίγο παραπέρα του πλοιάρχου Εμμανουήλ Λεωνίδα. Μπροστά τους η απέραντη αμμουδιά και ο αποκαλούμενος πορθμός των Σπετσών έχοντας απέναντί του την Πελοπόννησο, όπου αρκετοί Σπετσιώτες είχαν κτήματα. Η συγκοινωνία γινόταν με βάρκες, τα περίφημα περάματα.
Λίγο πιο αριστερά ο ναϊσκος της Ζωοδόχου Πηγής. Κοντά του ο απόκρημνος βράχος με το περίφημο νερό του, το Λιγονέρι που ύμνησε ο Οδυσέας Ελύτης στο «Αρχέτυπον». Υπέροχο και γευστικό νερό, το οποίο στα τέλη της δεκαετίας 1880 και ιδιαίτερα τα καλοκαίρια που στέρευαν οι δεξαμενές της πόλης, όλο το αριστερό μέρος του νησιού με στάμνες και δοχεία από εκεί εξυπηρετούσε τις ανάγκες του. Παρακάτω όμως, προχωρώντας προς τ’ αριστερά του νησιού, κοντά στη θάλασσα μία ακόμη πηγή έδινε λίγο αλλά διαυγές και γλυκύτατο νερό. Το νερό του Βρέλλου. Μια μοναχική περιοχή που έγινε γνωστή στους νεότερους για την παραλία της η οποία αξιοποιήθηκε. Εξάλλου, είναι επίσης γνωστό ότι οι Τούρκοι αποκαλούσαν τις Σπέτσες και Σούλιτζα, δηλαδή υδρόνησο [4].
Παρακάτω το μικρό αλλά ασφαλές λιμάνι της Ζωγεριάς ή Ζαγειράς ή Ζωγιωργιάς. Τότε το θεωρούσαν λιμανάκι και όταν έπεφτε πανώλη και χολέρα το χρησιμοποιούσαν ως λοιμοκαθαρτήριο του νησιού. Στις ημέρες μας η τοποθεσία αυτή, με την αμμώδη παραλία της, το πράσινο των πεύκων και τα καταγάλανα νερά θεωρείται ιδανική για ρομαντικές βόλτες και κολύμπι. Αυτά και άλλα πολλά έγραφε ο κυνηγός – περιηγητής στα τέλη της δεκαετίας 1880 για τις πανέμορφες Σπέτσες [5].