Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πραγματοποιείται εφέτος η 83η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (1926-2018). Πρόκειται περί επιτυχημένου θεσμού, ο οποίος παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε υπό λίαν ανώμαλες συνθήκες, όχι μόνον καθιερώθηκε αλλά αναπτύχθηκε λαμπρύνοντας την οικονομική ζωή της χώρας. Λαμβάνει ωστόσο και ποικίλες άλλες διαστάσεις, κυρίως λόγω της παρουσίας και των εξαγγελιών στις οποίες προβαίνουν οι πολιτικοί αρχηγοί.
Η γέννησις
Πρωθυπουργός της χώρας, όταν πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της πρώτης Έκθεσης στη Θεσσαλονίκη (3 Οκτωβρίου 1926) ήταν ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος περίπου δύο μήνες νωρίτερα είχε ανατρέψει τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου. Οι συνεννοήσεις περί της διεξαγωγής της Έκθεσης είχαν γίνει ακόμη νωρίτερα, όταν ο Κωνσταντίνος Σπυρίδης (1875-1951) ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην βραχύβια κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, ο οποίος ανατράπηκε τον Ιούνιο 1925 από τον Θ. Πάγκαλο. Αντιθέτως προς όσα γράφονται ο Κ. Σπυρίδης ήταν ο δημόσιος λειτουργός, ο οποίος υποδέχθηκε και ενέκρινε, μετά από συνεννοήσεις με τους ιδιώτες που είχαν καταθέσει την πρόταση, την διεξαγωγή της Έκθεσης.[1]
Επίσης ο τότε διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού Αλέξανδρος Οθωναίος ανήγγειλε την παραχώρηση του νοτίου ημίσεος της έκτασης του Πεδίου του Άρεως για την εγκατάσταση της Έκθεσης. Άγνωστη παραμένει εν πολλοίς η περιπετειώδης θεσμική κατοχύρωση της ΔΕΘ, η οποία πραγματοποιήθηκε εκ των υστέρων και αναγνωρίσθηκε από την επίσημη πολιτεία ως καθαρά «Εμποροπανήγυρις»! «Η Διεθνής Εκθεσις (Foire) Θεσσαλονίκης» προσέλαβε τον τίτλον “Εκθεσις” χάριν γοήτρου και εντυπώσεως, ενώ πράγματι είναι μία καθαρά Εμποροπανήγυρις» έγραφε το 1935 ο Νικόλαος Γ. Λέκκας, διευθυντής Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.[2]
Η στήριξις
Οι λόγοι της στάσης που τήρησε η εν λόγω υπηρεσία είναι προφανείς. Η ΔΕΘ υπήρξε γέννημα και θρέμμα των δημιουργικών οικονομικών δυνάμεων του τόπου, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της τοπικής κοινωνίας και όχι των γραφειοκρατικών και δύσκαμπτων διοικητικών μηχανισμών. Η πρωτοβουλία, ως γνωστόν, ανήκε σε δύο ιδιώτες, τους Ν. Γερμανό και Ν. Λούβαρι, οι οποίοι σκέφθηκαν να πραγματοποιήσουν στην συμπρωτεύουσα σχέδιο περί ίδρυσης διεθνούς έκθεσης ξένου επιχειρηματία, το οποίο αρχικώς είχε αποκρούσει η διοίκηση.[3]
Δεν επρόκειτο λοιπόν να υιοθετηθεί και να πραγματοποιηθεί η Διεθνής Έκθεση εάν δεν παρέμβαιναν μια σειρά φορέων με πρώτο το Εμπορικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης και ακολούθως τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων Μακεδονίας και δεν τίθετο υπό την προστασίαν της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας. Αρωγοί τους προσήλθαν ο Σύνδεσμος των Ελλήνων Βιομηχάνων, Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών κ.ά.
Δεδομένης της αρχικής αρνητικής στάσης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, το οποίο εντέλει υπέκυψε επί υπουργίας Κ. Σπυρίδη, την οργάνωση της πρώτης Έκθεσης στήριξαν η αυτοδιοίκηση, τα εμπορικά επιμελητήρια (Θεσσαλονίκης και Αθηνών), δύο τράπεζες (Εθνική και Οθωμανική) και δύο κοινότητες (νομού Ροδόπης και Φερρών Αλεξανδρουπόλεως). Ο Δήμος Θεσσαλονίκης διέθεσε το μεγαλύτερο ποσόν (350.000 δραχμές) και συγκεντρώθηκαν συνολικώς 673.000 δραχμές.
Τα εγκαίνια
Τα εγκαίνια της πρώτης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή, 3 Οκτωβρίου 1926, στις 10:00 το πρωί. Επικεφαλής των επισήμων ήταν οι υπουργοί Ιωάννης Δροσόπουλος και Λουκάς Νάκος, ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Αχιλλεύς Καλεύρας, ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος, ο πρεσβευτής της Ρωσίας στην Αθήνα Αλεξέι Μιχαήλοβιτς Ουστίνωφ και όλοι οι πρόξενοι ξένων χωρών που έδρευαν στη Θεσσαλονίκη. Επίσης, ο δήμαρχος Αθηναίων Σπύρος Πάτσης, οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος κόσμου.
Στη δοξολογία που έγινε χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος (: Γεώργιος Αλεξιάδης), ο οποίος τελειώνοντας ευχήθηκε η Έκθεση να γίνει απαρχή προόδου και ανάπτυξης για το εμπόριο και τη βιομηχανία της χώρας. Ο υπουργός Οικονομικών Ι. Δροσόπουλος, κατανοούσε την αξία της Έκθεσης και τις προοπτικές της και γι’ αυτό δήλωνε ότι θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχή γιατί έλαχε σε εκείνον ο κλήρος να αντιπροσωπεύσει την Κυβέρνηση. Εξάλλου, εκείνος ήταν που κήρυξε την επίσημη έναρξη της πρώτης Έκθεσης.
Την έπαρση της γαλανόλευκης συνόδευαν οι μουσικές του θωρηκτού «Κιλκίς» και της Φρουράς που ανέκρουαν τον Εθνικό Ύμνο. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στον Σταύρο Γρηγοριάδη, τον βενιζελικό πολιτευτή που υπήρξε επί μία 20ετία περίπου Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και είχε αναλάβει την προεδρία της Βιομηχανικής Επιτροπής της Έκθεσης. Υπήρξε επίσης επί πολλά χρόνια Πρόεδρος της Ελευθέρας Ζώνης Λιμένος Θεσσαλονίκης κ.ά. Ήταν εκ των πρωταγωνιστών οργάνωσης της Έκθεσης γι’ αυτό στα εγκαίνια ανέλαβε να παρουσιάσει το έργο που είχε πραγματοποιηθεί και να εξάρει τη σημασία της.[4]
Τα αποτελέσματα
Όπως παραδίδει ο Γεώργιος Αναστασόπουλος στο θεμελιώδες έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Βιομηχανίας 1840-1940» τα αποτελέσματα της Διεθνούς Εκθεσης της συμπρωτεύουσας ήταν λίαν ικανοποιητικά.[5] Ο θεσμός μετατράπηκε σε κάτοπτρο της ζωτικότητας του Ελληνικού λαού και των προόδων του στον τομέα της βιομηχανίας και εν γένει της παραγωγής. Τα αποτελέσματα της πρώτης Διεθνούς Εκθεσης, η οποία έκλεισε τις πύλες της τα μεσάνυκτα της 17ης προς 18η Οκτωβρίου 1926, ήταν κατά κοινή ομολογία ανώτερα των προσδοκιών του εμποροβιομηχανικού κόσμου. Το κυριότερο ίσως γεγονός ήταν ότι η Θεσσαλονίκη, με την έκθεση που κατόρθωσε να διοργανώσει, εισήγαγε την Ελλάδα στη χορεία των αναπτυσσομένων κρατών, προκαλώντας εντυπώσεις αλλά και το ενδιαφέρον των διεθνών αγορών.
Ταυτοχρόνως υπήρξε κινητήρια δύναμη για τις οικονομικές δυνάμεις του τόπου, λειτουργώντας ως στίβος ευγενούς και συναγωνισμού και άμιλλας του διεθνούς εμπορίου, της βιομηχανίας και της γεωργίας. Σημειωτέον ότι ερχόταν ύστερα από μία τραγική εθνική καταστροφή και την εισροή 1,5 εκατομμυρίων προσφύγων, παρουσιάζοντας την Ελλάδα ως χώρα με σφρίγος και διάθεση ανανέωσης αλλά και πολιτιστικής άνθησης. Τα κείμενα που γεννήθηκαν με αφορμή τη διεξαγωγή τόσο της πρώτης Έκθεσης, όσο και των άλλων που ακολούθησαν, αναδεικνύουν το άλλο, το θετικό πρόσωπο της χώρας. Ιδιαιτέρως το γεγονός ότι στην πρώτη εκείνη διοργάνωση υπήρξε ιδιαίτερο περίπτερο της Υπηρεσίας Εποικισμού προκάλεσε αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας.
Έγραφε ένας ανταποκριτής ότι στο περίπτερο εκείνο «εκλείσθη η νεοελληνική αναγέννησις εν ολη αυτής τη μεγαλειότητι […] Ο Φοίνιξ δεν έπαυσε να αναγεννάται από την τέφραν του. Η προσφυγική μάζα ήτις ριφθείσα εις τους μακεδονικούς κάμπους απέβη παράγων κατ’ εξοχήν προοδευτικός και παραγωγικός διασφαλίζων την ευημερίαν της Ελλάδος και την ειρήνη της Βαλκανικής». Η Έκθεση που άνοιξε τις εργασίες της με μύριες δυσκολίες το 1926, συνεχίζει περισσότερες από εννέα δεκαετίες μετά, να ενθουσιάζει και να προκαλεί τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.