Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ανάμεσα στα κτίρια που χάθηκαν άδικα και θυμούνται οι παλαιότεροι ήταν και το περίφημο και επιβλητικό «ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟΝ». Βρισκόταν στη συμβολή της οδού Ακαδημίας με την οδό Κριεζώτου. Κατεδαφίστηκε το 1969 για να οικοδομηθεί στη θέση του ένα νέο κτίριο «προς εκμετάλλευσιν» από τον ιδιοκτήτη του που ήταν το Μετοχικό Ταμείο του Στρατού [1]. Δύο χρόνια νωρίτερα και μάλλον προφητικά ο Ιωάννης Τραυλός έγραφε ότι «είναι πραγματικά εκπληκτικό πώς μπορεί ν’ αλλάξη τόσο ριζικά, μέσα σε μια γενιά, η αρχιτεκτονική και γενικά η μορφή μιας πόλεως»[2]! Πράγματι, με την κατεδάφιση του κτιρίου αυτού η Αθήνα απώλεσε μία ιστορική ομορφιά της.
Το κτίριο ήταν ταυτισμένο με την πολιτική και στρατιωτική ιστορία περίπου ενός αιώνος και ισοπεδώθηκε για να αναγερθεί ένα μεγαθήριο, ένας τετράγωνος τσιμεντένιος όγκος. Το «Στρατοδικείον» ήταν έργο του Γάλλου αρχιτέκτονα Ευγένιου Τρουμπ, ο οποίος είχε σχεδιάσει επίσης τα κτίρια της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και το ανάκτορο του Πρίγκιπα Νικολάου (Δημοκρίτου και Ακαδημίας). Εργάστηκε δύο περιόδους στην Αθήνα (1872-1877 και 1885-1910) και το κτίριο του Στρατοδικείου ανάγεται στην πρώτη περίοδο.
Η ανέγερσή του κράτησε τέσσερα χρόνια και οι τεχνικές λύσεις που δόθηκαν σε διάφορα προβλήματα, όπως των «καθ’ ύψος επάλληλων μεγάλων αιθουσών», καθώς και της θερμάνσεως του χώρου με σύστημα αγωγών θερμού αέρος που διέτρεχαν την αίθουσα κάτω από την δικαστική έδρα, προκάλεσαν στους τεχνικούς της εποχής μεγάλη αίσθηση[3]. Ήταν νεοκλασικού ρυθμού με αρκετά στοιχεία μπαρόκ. Η κατεδάφισή του ήταν μέρος της συστηματικής εξαφάνισης των παλαιότερων κτιρίων, τα οποία για τουλάχιστον για έναν αιώνα έδιναν χαρακτήρα όχι μόνον στην πόλη των Αθηνών αλλά και σε πολλές ακόμη ανεπτυγμένες πόλεις της χώρας.
Ο Ι. Τραυλός περιγράφοντας το φαινόμενο έγραφε χαρακτηριστικά ότι «μόνον σε θεομηνία ή σε εχθρική καταστροφή, σαν αυτές που γνώρισε αλλεπάλληλα στην ιστορία της η Αθήνα, θα μπορούσε ο ιστορικός να αποδώσει αυτή την αλλαγή». Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος απηύθυνε έκκληση να διασωθούν τουλάχιστον τα λίγα αλλά εκφραστικά δημόσια κτίρια «σαν λαμπρά δείγματα της αρχιτεκτονικής της περασμένης εποχής»[4].
Το αρχικό οικόπεδο του Ελληνικού Δημοσίου (περίπου 4.000 τετραγωνικά) περιλάμβανε το παλαιό υπουργείο Στρατιωτικών, τη Φαρμακαποθήκη και το Ταμείον της Φρουράς. Μεσολαβούσε η κατοικία του πρεσβευτού Σισιλιάνου και μετά το κτίριο του Στρατοδικείου, το οποίο πουλήθηκε από το Δημόσιο στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού το 1941 (50 εκατομμύρια). Η υπόθεση της πώλησης εκ μέρους του Δημοσίου δεν έχει ακόμη ερευνηθεί παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε σκανδαλώδης και πραγματοποιήθηκε το πρώτο έτος της Κατοχής.
Το πωλητήριο συμβόλαιο εκ μέρους του Δημοσίου υπέγραψε ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης στρατηγός Γεώργιος Μπάκος και εκ μέρους του Μ.Τ.Σ. ο Ι. Σίνης. Στο συμβόλαιο αναφέρονται δε τα εξής χαρακτηριστικά: «Το παρόν οικόπεδον ακανονίστου σχήματος, ανήκει προ αμνημονεύτων ετών κατ’ αποκλειστικήν, αδιαφιλονίκητον, ανεπίληπτον κατοχήν, νομήν και κυριότητα εις το Ελληνικόν Δημόσιον…»[5]. Το κτίριο, στα τέλη της δεκαετίας 1960, κρίθηκε πεπαλαιωμένο και ξεπερασμένο και ακατάλληλο για τη λειτουργία των υπηρεσιών της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης.
Αξίζει να ιστορηθεί κάποτε η πολιτική και στρατιωτική ιστορία που έκρυβε στα σπλάχνα του. Εκεί δικάστηκαν πολλοί από τους κινηματίες του 1935. Δίκες κατασκοπείας, κομμουνιστικής δράσεως, στρατιωτικών κινημάτων. Στις αίθουσές σου δικάστηκαν κατά την περίοδο 1924-1927 οι Ναπολέων Ζέρβας, Βασίλειος Ντερτιλής κ.ά. Στο κτίριο αυτό γράφτηκαν οι τελευταίες σελίδες του Διοικητή της Στρατιάς της Μικράς Ασίας Αναστάσιου Παπούλα και του υποστράτηγου Μιλτιάδη Κοιμήση που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν τον Απρίλιο 1935. Ακόμη περισσότερο όμως, δεν έχουν γραφεί όσα συνέβησαν μέσα σε εκείνο το κτίριο κατά την διάρκεια της Κατοχής, ούτε μνημονεύονται οι τακτικοί αλλά και οι έκτακτοι πρόεδροι του Στρατοδικείου που αποτελεί σημαντική σελίδα της σύγχρονης ιστορίας μας.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 12 Ιουνίου 2013