Γράφει η Έλενα Γκοτσίνα
Η Γαλλίδα φωτογράφος Laure Albin-Guillot (Παρίσι 1879-1962), γεννημένη ως Laure Meinfredy, υπήρξε διεθνής διασημότητα στον χώρο της φωτογραφικής τέχνης. Πρωτοπόρος, τολμηρή, ενσάρκωσε τον γαλλικό κλασικισμό με ιδιαίτερο στυλ. Μεταξύ άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων φωτογράφισε και την Ελληνίδα Ολυμπιονίκη Ιουλία (Diddie) Βλαστού Σερπιέρη και πρωτότυπες υπογεγραμμένες εκτυπώσεις φυλάσσονται στο «Αθηναϊκό Μουσείο» του «Συλλόγου των Αθηναίων».
Η Laure Albin-Guillot έκανε τα πρώτα επαγγελματικά της βήματα στη μόδα και συνεργάστηκε με μεγάλα περιοδικά όπως το «Femina», το «L’ Officiel de la couture et de la mode», το «Le Jardin des modes» και η «Vogue». Συνεργάστηκε, επίσης, με μεγάλες εταιρείες κοσμετολογίας και φαρμάκων της εποχής της. Για τα πολυτελή προϊόντα χρησιμοποιούσε ένα ρεπερτόριο εικονογραφικών σχημάτων, απλών και αποτελεσματικών.
Όπως προαναφέρθηκε στην καριέρα της ως φωτογράφος έκανε τα πορτραίτα σημαντικών καλλιτεχνικών, πνευματικών και επιστημονικών προσωπικοτήτων. Τη δεκαετία του 1920, πρωτοστατεί στην αποτύπωση αντρικών και γυναικείων γυμνών τα οποία αντιμετωπίζει με μια ιδεαλιστική και γλυπτική προσέγγιση σαν αγάλματα.
Επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον Πικτοριαλισμό (Pictorialism), το πρώτο καλλιτεχνικό φωτογραφικό κίνημα των τελών του 19ου αι. και κατείχε σημαντική θέση στη νέα φωτογραφία της δεκαετίας του ’30 και στην άνοδο της Νέας Οπτικής όσον αφορά τις αναζητήσεις της σχετικά με τις διακοσμητικές τέχνες.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της, Δρ. Albin Guillot, το 1929, μετέφερε το στούντιο της στο 43 της Λεωφόρου de Beauséjour όπου φωτογράφισε ανθρώπους όπως οι Jean Cocteau, Collette και Ho Chi Minh. Ανάμεσα στα πιο εμβληματικά έργα της βρίσκεται μία σειρά φωτογραφιών μικροσκοπίας αφιερωμένη στον σύζυγο της, μουσικό και ερευνητή Δρ. Albin Guillot με τίτλο «Micrographies décoratives» (1931), η οποία απαιτούσε εξαιρετική τεχνική κατάρτιση.
Το 1933, η Laure δημοσίευσε το «Photographie publicitaire», ένα βιβλίο για την φωτογραφία στις διαφημίσεις και εικονογράφησε περίφημα το ποίημα «Narcisse» (1941) του Paul Valery (1871-1945). Εκτός από διάσημη για τα πορτρέτα, τα γυμνά της, τη μόδα και τις διαφημιστικές της εικόνες, η Laure ήταν επίσης μια ισχυρή θεσμική προσωπικότητα. Διετέλεσε διευθύντρια τόσο των φωτογραφικών αρχείων του Beaux-Arts όσο και της Cinémathèque Nationale από το 1932, καθώς και Πρόεδρος της Union Féminine des Carrières Libérales et Commerciales, προωθώντας τις εργαζόμενες γυναίκες.
Συνέχισε να εργάζεται μέχρι το 1956 οπότε και αποσύρθηκε για να φύγει από τη ζωή έξι χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο 1962. Το αρχείο και το εργαστήριό της περιήλθαν στην πόλη των Παρισίων.