Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Συχνά διαβάζουμε και ακούμε για την κοσμοπολίτισσα Μύκονο και τις περιφανείς διασκεδάσεις των επισκεπτών της. Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται περί φαινομένου που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Στην πραγματικότητα, πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα για να συναντήσουμε «Τ’ άσπρα σπιτάκια σου, περιστεριών κοπάδια, / που καθρεφτίζονται γαλήνια στα νερά»[1], όπως έγραφε ο Ζέφυρος Βραδυνός, ψευδώνυμο του Νικόλαου Χατζιδάκι.
Ευκαιρία λοιπόν να κάνουμε ένα ταξίδι στο κυκλαδίτικο νησί, ξεκινώντας από τον Κώστα Αθάνατο (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Καραμούζη)[2]. Επισκέφτηκε το νησί στα μέσα της δεκαετίας 1920 και έγραψε πως ήταν ένα «ζωντανεμένο ηθογραφικό διήγημα»! Τον εντυπωσίασε πως βρήκε ένα καφενεδάκι που λειτουργούσε από τα μεσάνυχτα ως τα ξημερώματα για τους απόμαχους θαλασσόλυκους. Έβγαιναν τη νύχτα από το σπίτι όπως άλλοτε στα καταστρώματα, για να πιούν τον καφέ, να απολαύσουν τον ναργιλέ τους και να διηγηθούν ιστορίες με φουρτούνες και άγρια πέλαγα.
Κατοικημένο κωμηδόν!
Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας 1930, επισκέπτεται την Μύκονο ο ακάματος ταξιδευτής Δημήτριος Χατζόπουλος[3] και βρίσκει πως είναι «η νήσος της δροσιάς και της αναπαύσεως»! Η Χώρα είχε 2.500 κατοίκους, όταν ολόκληρο το νησί κατοικούσαν 4.000 άνθρωποι. Σώζονταν ακόμη ελάχιστα ίχνη από τα τείχη του μεσαιωνικού κάστρου του νησιού, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1902 και υπήρχαν μόνον τρία ξενοδοχεία. Ένα στην «Άμμο του Περρή», όπως ονομαζόταν η σημερινή Μεγάλη Άμμος και δύο μικρότερα στην προκυμαία! Οι κάτοικοι της Μυκόνου δεν είχαν μεγάλη διάθεση για τουριστική ανάπτυξη. Αγαπούσαν την ησυχία τους και ήταν αυτάρκεις.
Η καλοκαιρινή ζωή στη Μύκονο ήταν μπάνιο, ηλιοθεραπεία, δροσιά και καλοφαγία. Στο βορειοδυτικό άκρο του λιμανιού το παλιό κοινοτικό κατάστημα, η περίφημη Κατζιλαρία, ήταν ένα από τα αξιοθέατα του νησιού. Σπουδαία τα παλιά σπίτια με τις εικόνες και τα έπιπλά τους, αρκετές οι παλιές εκκλησίες και πολλές οι αθηναϊκές οικογένειες που επέλεγαν το νησί για να περάσουν τις διακοπές τους. Οι διαδρομές γινόντουσαν μόνον με γαϊδουράκια και το νησί ήταν κατοικημένο «κωμηδόν», δηλαδή σε μικρές κώμες. Αρκούσε ένα αγροτόσπιτο για να ονομαστεί χωριό. Κάθε οικογένεια το δικό της κατάλευκο σπίτι και το μαντρωμένο κτηματάκι της.
Συνοικίες και μοναστήρια
Περισσότερα από 400 εξωκκλήσια, εκ των οποίων τα 180 στη Χώρα, κατέγραφε ο Δ. Χατζόπουλος, ο οποίος, όπως και οι νεότεροι ερευνητές, στάθηκε στο ανθρώπινο μέγεθός τους. Η ύδρευση και άρδευση γινόταν με φρέατα και μόνο η Μονή της Τουρλιανής είχε διοχετεύσει πηγαίο νερό. Αλλά ποιό θεωρούνταν τη δεκαετία 1930 το θελκτικότερο μέρος της Μυκόνου; Αναμφισβήτητα η Ανωμερά (Άνω Μερά) «απέχουσα κατ’ ευθείαν της Χώρας πέντε τέταρτα». Γοητευτικό το θέαμα του λεκανοπεδίου και των βουνών που το πλαισιώνουν. Ένα πάλλευκο και φωτοβόλο θέαμα.
Τριακόσια σπιτάκια αραιοκτισμένα, έχοντας ανάμεσά τους μικρά περιβόλια, αγρούς και αμπέλια, ώστε χρειάζετο κάποιος περισσότερο από μία ώρα για να περπατήσει και τις 13 συνοικίες της Ανωμεράς. Τα δύο μοναστήρια αποτελούσαν από τότε σημαντικά τοπόσημα. Πάνω η Παναγία Παλαιοκαστριανή και κάτω η Παναγία Τουρλιανή. Γύρω από τη δεύτερη συμπυκνωμένος ο οικισμός και στην πλατεία μπροστά της συνέρρεαν κάθε βράδυ όσοι παραθέριζαν στην Ανωμερά. Μια ώρα ανατολικά της, το όρος Ανωμερίτης με τον ναΐσκο του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του.
Ήρεμοι και καλόβολοι
Ζωγράφοι, φωτογράφοι και λογοτέχνες επισκέπτονται το νησί, αφήνοντας πίσω τους έναν μοναδικό και ανεκμετάλλευτο εικαστικό πλούτο, αλλά και τη «γεύση» της αθωότητας που χάθηκε. Εξάλλου, τη δεκαετία 1930, φτιαχνόταν στην Μύκονο παράρτημα της Σχολής Καλών Τεχνών. Οι Έλληνες γαλαζοαίματοι υποδέχονταν εκεί τους ευγενείς της Ευρώπης και ο 18χρονος Δημήτρης Χορν παρουσίαζε μια σκηνή από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα έχοντας στο πλάι του τη 19χρονη Μελίνα Μερκούρη![4] Οι ήρεμοι και καλόβολοι Μυκονιάτες, η αισθητική του διάκοσμου, οι καμπυλωτές πορτίτσες, τα αψιδωτά παράθυρα, τα δαντελένια μπαλκόνια, οι εκατοντάδες εκκλησίες του νησιού και η καθαριότητα, σε συνδυασμό με την παραμυθένια λευκότητα του ασβέστη θάμπωναν και μάγευαν τους επισκέπτες.
Η πλακόστρωτη τοξοειδής προκυμαία της και τα οικήματα με τη γαλήνια παράταξη, οδηγούσαν τους περιπατητές αβίαστα στην παραθαλάσσια δυτική συνοικία, την Αλευκάνδρα. Δεν είχε πολλές επιλογές ο επισκέπτης, αλλά και οι Μυκονιάτες δεν επιθυμούσαν τη φασαρία. Στην προκυμαία δύο μικρά ξενοδοχεία, στον παρακείμενο ορμίσκο, στην Άμμο του Περρή ένα ακόμη και σπίτια με ενοίκιο. Στο βορειοδυτικό άκρο του λιμανιού το παλιό κοινοτικό κατάστημα, η «Καντζιλαρία» και παλαιά σπίτια. Όλες οι διαδρομές εκτελούντο με γαϊδουράκι στο νησί που ήταν κατάσπαρτο με αγροτόσπιτα. Η Ανωμερά με το λεκανοπέδιο, τα βουνά της και το λευκό φωτοβόλο θέαμα εκθειαζόταν από τους περιηγητές. Ανάμεσά τους και ο Δημήτρης Χατζόπουλος, που έγραψε πως τα 300 αραιοκτισμένα σπίτια της ήταν «μικραί κομψαί επαύλεις με καλήν εσωτερικήν επίπλωσιν».
Φροντίδα και αριστοκρατία
Αυτή ήταν η Μύκονος, η οποία μαζί με τους Δελφούς βρέθηκαν στο επίκεντρο των ανθρώπων της Τέχνης που δήλωναν αποφασισμένοι να εισβάλουν στα ευρωπαϊκά πολιτιστικά δρώμενα δημιουργώντας δύο «ορμητήρια». Έτσι, ιδρύθηκε το Παράρτημα της Σχολής Καλών Τεχνών, η περίφημη έπαυλη, για να υποδέχεται σπουδαστές από το εσωτερικό και το εξωτερικό. Ο διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών Κώστας Δημητριάδης ονειρευόταν πως αυτά τα Μετόχια Τέχνης, όπως τα αποκαλούσε, με τον ήλιο και το νησιώτικο φως θα έδιναν έμπνευση και θα προκαλούσαν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Εξάλλου, από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 στις σημαντικές εκθέσεις των Παρισίων υπήρχαν τουλάχιστον, δύο, τρεις ή και περισσότεροι πίνακες από την Μύκονο.
Το 1937 η Μύκονος ήταν ήδη από τους πλέον ελκυστικούς προορισμούς. Τότε σημειώνεται και η πρώτη εκστρατεία «διά να σωθή η λευκότης της Μυκόνου»[5]. Έφτασαν πληροφορίες στο Υπουργείο Τουρισμού στην Αθήνα ότι η Μύκονος «κατεκαλύφθη από διαφημιστικάς επιγραφάς» και αμέσως δόθηκε διαταγή στην Τουριστική Αστυνομία και συστήθηκε συνεργείο το οποίο κατέβηκε στο νησί και… εξαφάνισε τα πάντα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1939, η Μύκονος είναι πλέον ο αγαπημένος προορισμός της αριστοκρατίας και των γαλαζοαίματων της εποχής. Τα ωραιότερα κότερα του κόσμου έφταναν στο νησί φέρνοντας σημαντικές προσωπικότητες. Το ζεύγος του διαδόχου της Ελλάδας, ο μετέπειτα Βασιλιάς Παύλος με τη Φρειδερίκη, υποδέχονταν τον Δούκα και τη Δούκισσα του Κεντ, για να κάνουν το μπάνιο τους στην παραλία του Αγίου Στεφάνου.
Το… Κίνημα της Μυκόνου
Κανείς δεν έλειπε από τη Μύκονο. Από την Ελένη Βλάχου και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο έως τις οικογένειες Εμπειρίκου, Μελά, Κετσέα, Γρυπάρη, Λεβίδη κ.ά. Αφού η Μύκονος φιλοξενούσε προσωπικότητες, ήταν επόμενο να προσελκύει και το ενδιαφέρον των Αρχών, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα προσεκτικές στα μεγάλα ή και μικρά γεγονότα που αφορούσαν το νησί. Αλλά το πολύ ενδιαφέρον που παρ’ ολίγον να καταλήξει σε τραγελαφικό φιάσκο, το 1934, ήόταν ένα χαριτωμένο περιστατικό ερχόταν να ταράξει τα ήρεμα νερά της Μυκόνου. Η κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη ετοιμαζόταν να στείλει στο νησί αντιτορπιλικό για να καταστείλει επικείμενη επανάσταση!
Όλα ξεκίνησαν όταν η «Λογοκρισία», η υπηρεσία που παρακολουθούσε… διακριτικά τις επικοινωνίες, επισήμανε τηλεγράφημα που έγραφε «Ετοιμάσατε αντίστασιν».[6] Το είχε στείλει ο Ανδρέας Φιορεντίνος από τη Μύκονο σε συγγενή του στην Αθήνα, ο οποίος διατηρούσε το καφενείο της Λέσχης των Φιλελευθέρων. Τα τηλέφωνα άναψαν, οι ασφαλίτες ξεχύθηκαν στους δρόμους και εντός ολίγων ωρών είχαν ενημερωθεί ο υπουργός Συγκοινωνίας Πέτρος Ράλλης αλλά και ο πολιτευτής της Μυκόνου Π. Καμπάνης. Η γενική ανησυχία που επικράτησε έφερε στην επιφάνεια την πρόταση να σταλεί αμέσως αντιτορπιλικό στο νησί. Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν λόγω του Καμπάνη, ο οποίος αναζητώντας πληροφορίες από ντόπιους διαπίστωσε πως απλά ένας ξενοδόχος του νησιού ζητούσε να ετοιμαστεί επειγόντως η αντίσταση της ηλεκτρικής μηχανής που αντλούσε νερό για το ξενοδοχείο του.