Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο πρώτος χορός που δόθηκε προς τιμήν του βασιλιά Γεωργίου Α’ στην Ελλάδα ήταν το 1863, στο σπίτι του πρίγκιπα Μιχαήλ Σούτσου, το οποίο βρισκόταν όπου σήμερα είναι η οδός Αλκιβιάδου, η οποία βεβαίως τότε δεν υπήρχε.
Η Φρόσω Σούτσου, εγγονή του Μιχαήλ Βόδα και κόρη του καθηγητή της Πλουτολογίας στο πανεπιστήμιο Ιωάννη Σούτσου, τράβηξε την προσοχή και τη συμπάθεια του νεαρού βασιλιά. Ήταν ένα πανέμορφο και μορφωμένο κορίτσι, μιλούσε ξένες γλώσσες και μπορούσε να επικοινωνήσει άνετα με τον Γεώργιο Α’.
Νεότατος ο Γεώργιος Α’, χωρίς τους γονείς του, χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλους, χωρίς δεσμούς και σχέσεις, αισθάνθηκε μια φυσική έλξη για τη νεαρή πριγκίπισσα.
Γοητεύθηκε και ένιωσε βαθύ συναίσθημα που έμοιαζε σαν να του γεμίζει τη μονότονη ζωή ενός νεαρού βασιλιά μικρού κράτους, όπως εύστοχα έγραψε ο Στέφανος Στεφάνου[1].
Συναισθηματικός, με λεπτά αισθήματα και προικισμένος εμφανισιακά από τη φύση, εύστροφος και νοήμων, είχε πολλά από τα προτερήματα της μητέρας του, της βασίλισσας Λουίζας της Δανίας. Η τελευταία θαυμαζόταν για την ευστροφία του πνεύματός της και μια εποχή ήταν πεθερά και γιαγιά σημαντικού αριθμού βασιλέων και αυτοκρατόρων της Ευρώπης.
Η Φρόσω Σούτσου ανταποκρίθηκε στο αίσθημα του Γεωργίου Α’ και τον αγάπησε. Ήταν η πρώτη αισθηματική σχέση της και τη γοήτευαν η αφέλεια του βασιλιά και η συμπαθητικά «σπαστή» ομιλία του.
Η εποχή δεν επέτρεπε βεβαίως υπέρμετρες εκδηλώσεις αγάπης, αλλά το νεαρό ζευγάρι δεν μπορούσε να κρύψει τα αισθήματά του. Όπως ήταν φυσικό, ακολούθησε και η πρώτη έξοδος του ζευγαριού, στο Παλαιό Φάληρο, όπου έφτασαν καλπάζοντας από τον περίφημο λόφο του Ξηροτάγαρου. Το τοπίο γύρω από τον ναό του Αγίου Γεωργίου, που σώζεται μέχρι σήμερα, ήταν ειδυλλιακό: ένα καφενεδάκι, με δύο τρία βαρέλια κρασί και λουκούμια. Μπροστά από το εκκλησάκι υπήρχε ένα υπόστεγο που φιλοξενούσε τους επισκέπτες.
Εξάλλου, εκείνη την εποχή στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου υπήρχαν μόνον δύο σπίτια και ακόμη ένα εκκλησάκι. Τα σπίτια ανήκαν στον Σπύρο Ξηροτάγαρο, που φορούσε ακόμη φουστανέλες και στον αδελφό του Χρήστο που φορούσε «φράγκικα».
Επίσης, υπήρχαν λουτήρες ανδρών και γυναικών, δηλαδή ξύλινα παραπετάσματα που ήταν βαμμένα με κόκκινη νερομπογιά! Λίγα καΐκια και μια δύο βάρκες έφερναν στο λιμανάκι φρέσκα ψάρια. Όταν έφτασε εκεί ο βασιλιάς, το άλογό του ήταν ιδρωμένο και το στόμα του αφρισμένο. Οι ιπποκόμοι του πήραν τα δύο άλογα, το δικό του και της Φρόσως και πήγαν παραπέρα για να τα φροντίσουν.
Τα σκούπισαν, τα σκέπασαν με χονδρές κουβέρτες και τα σεργιάνιζαν για να ξεκουραστούν. Η δύση του ήλιου βρήκε το ζευγάρι να απολαμβάνει τη θέα των βουνών της Πελοποννήσου, αλλά και τον Υμηττό που έλαμπε σαν ρουμπίνι. Ο αττικός ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα φλογερό και το ελεύθερο τοπίο έδινε αφορμές για ρομαντικά σχόλια. Οι περιγραφές που διαθέτουμε, ιδιαιτέρως του Στ. Στεφάνου, για εκείνη την έξοδο του ζευγαριού είναι μοναδικές και περιγράφουν θαυμάσια τα χρώματα και τις εναλλαγές τους, που έκαναν τον Γεώργιο Α’ να ξεχειλίζει από ρομαντισμό και να εξυμνεί τον τόπο.
Το ειδύλλιο και ο… θρόνος
Η συνοδεία δεν άργησε να ετοιμαστεί για επιστροφή στην πόλη. Όπως ήταν φυσικό, όταν ο βασιλιάς αποχαιρετούσε την κομψή αμαζόνα του ήταν εξαιρετικά συγκινημένος. Αλλά και εκείνη ζούσε στιγμές παραμυθιού, τις οποίες κάθε κοπέλα θα ήθελε να βιώσει. Ήταν η αρχή ενός ειδυλλίου το οποίο δεν επρόκειτο να έχει ευτυχές τέλος. Η συνέχεια ήταν θυελλώδης, οι συζητήσεις και οι αντιδράσεις ακόμη περισσότερες. Στον βασιλιά κόντεψε να κοστίσει τον θρόνο του, ενώ χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή της νεαρής πριγκίπισσας.