Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Αέναη είναι η προσπάθεια της χώρας μας, από τότε που ανακηρύχθηκε ελεύθερο κράτος, να δηλώνει παρούσα στις διεθνείς αγορές. Καθημαγμένη και οικονομικά κατεστραμμένη μετά τον πολύχρονο και αιματηρό επαναστατικό αγώνα η χώρα αναζητούσε τον δρόμο προς τις αγορές του κόσμου και προσπαθούσε να οργανωθεί εκμεταλλευόμενη τα πρώτα μεγάλα δάνεια, τα οποία ωστόσο δεν είχαν και την καλύτερη τύχη.
Ούτε λόγος βεβαίως για οργανωμένα εμπορικά και οικονομικά δίκτυα. Οπότε το γεγονός ότι οι βδέλλες, τα υδρόβια αυτά σκουλήκια, μπορούσαν να αποφέρουν έσοδα στους εμπόρους που τα διακινούσαν και στο κράτος, τα έφερε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Εξάλλου, ήδη στην περιοχή της Μακεδονίας και μεσούσης της ελληνικής επανάστασης είχε μεγαλουργήσει και κυριολεκτικά θησαυρίσει ένας αγγλικής καταγωγής πανέξυπνος επιχειρηματίας, ο αγγλικής καταγωγής Djeck Abott με τις βδέλλες του Χορτιάτη που ήταν γνωστές στην Ανατολή αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Τουλάχιστον από την εποχή του Νίκαρχου (1ος αι. μ.Χ.) μέχρι τον 19ο αιώνα η βδέλλα χρησιμοποιείτο εντατικά για θεραπευτικούς σκοπούς και συγκεκριμένα για μικρές αφαιμάξεις. Διανοητικές διαταραχές, όγκοι, δερματοπάθειες, ουρική αρθρίτιδα, και κοκκύτης ήταν μερικές από τις ασθένειες που αντιμετωπίζονταν από την παραδοσιακή θεραπευτική με βδέλλες, ενώ για τους πονοκεφάλους τοποθετούνταν σε κάθε κρόταφο απ’ όπου απομυζούσαν αίμα.
Η βδέλλα για να χρησιμοποιηθεί έπρεπε να μείνει νηστική για κάποιο χρονικό διάστημα και το σημείο που θα τοποθετείτο έπρεπε να έχει καθαριστεί. Στη συνέχεια έβαζαν ένα αντεστραμμένο μικρό ποτήρι στο δέρμα, αφού προηγουμένως είχε τοποθετηθεί μέσα το σκουλήκι. Ένα τσίμπημα και η βδέλλα κολλούσε στο δέρμα και έπεφτε μόνη της όταν πλέον χόρταινε.
Στις ελληνικές χώρες η χρήση της ήταν ευρέως γνωστή, ενώ η σημαντικότερη ίσως εμπορική εκμετάλλευσή της θα σημειωθεί κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, γύρω στο 1825. Τότε ο φτωχός αλλά έξυπνος χριστιανός Ορθόδοξος και Άγγλος υπήκοος Djeck Abott, εγγονός του Barthelemy, οργάνωσε εντυπωσιακά το εμπόριο βδελλών.
Προωθώντας και στέλνοντας καθημερινά πολλές χιλιάδες από τα υδρόβια σκουλήκια στην Ευρώπη, έκανε γνωστές τις βδέλλες του Χορτιάτη σε Ανατολή και Δύση, ανέβασε την τιμή τους και καταβάλλοντας το απαραίτητο μπαξίσι στους Τούρκους απέκτησε το μονοπώλιο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που μάζευαν τις βδέλλες από τις πηγές και τις μικρές λίμνες που υπήρχαν άφθονες στο Ρετζίκι και συγκεκριμένα στην περιοχή μεταξύ Χορτιάτη και Ασβεστοχωρίου. Έβαζαν άλογα μέσα στο νερό εκεί όπου αφθονούσαν οι βδέλλες, αυτές κολλούσαν στα πόδια των αλόγων απ’ όπου τις μάζευαν, τις συσκεύαζαν και τις έστελναν στο εξωτερικό. Σε λίγα χρόνια ο παμπόνηρος έμπορος απέκτησε μια κολοσσιαία περιουσία. Στην υπόλοιπη Ελλάδα ενδείξεις εμπορικής δραστηριότητας, αμέσως μετά το πέρας της Επανάστασης βρίσκουμε στο λιμάνι των Παλαιών Πατρών.
Όταν άρχισε όμως να οργανώνεται το ελληνικό κράτος, το ζήτημα απασχόλησε τους μηχανισμούς του, κυρίως για λόγους φορολογίας του εξαγόμενου προϊόντος, το οποίο φαίνεται πως απέδιδε σημαντικά κέρδη. Σύντομα κινητικότητα παρουσιάστηκε στους νομούς Αττικής και Βοιωτίας, Αργολίδος και Κορινθίας, Αιτωλοακαρνανίας, Λακωνίας, Μεσσηνίας, Ευβοίας κ.ά[1]. Οι έμποροι προσπαθούσαν να αποκτήσουν το μονοπώλιο σε διάφορες περιοχές για να προβαίνουν με άνεση στις εξαγωγές τους, κυρίως προς Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία και το κράτος προσπαθούσε να φορολογήσει το προϊόν και να επιτρέψει την ελεύθερη διακίνησή του εντός της χώρας σε χαμηλές τιμές. Το 1835 κιόλας, η αυξημένη ζήτηση απασχολεί τα υπουργεία Οικονομικών και Εσωτερικών.
Η άγρια και αλόγιστη εκμετάλλευση προκαλεί προβλήματα. Καλούνται ειδικοί να γνωματεύσουν εάν το είδος απειλείται με εξαφάνιση. Το Ιατροσυνέδριο, το οποίο λειτουργεί ως επίσημος επιστημονικός σύμβουλος του κράτους εισηγείται να αφεθεί ελεύθερο το εμπόριο στο εσωτερικό της χώρας και να φορολογηθούν οι εξαγωγές.
Το «περί εξαγωγής βδελλών» βασιλικό διάταγμα δημοσιεύεται (Μάρτιος 1836) για να βάλει τάξη στα πράγματα και να προστατεύσει το «τόσον αναγκαίον διά την θεραπευτικήν είδος»![2]. Οι εξαγωγές φορολογούνται (εννέα δραχμές η οκά) και τα έσοδα είναι σημαντικά. Την ίδια χρονιά (1836) το κράτος εισπράττει περισσότερες από 5.000 δραχμές από διάφορες περιοχές (Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα και Ήλιδα, Λακωνία, Μεσσηνία, Εύβοια, Αττική κ.ά.). Έμποροι απ’ όλη την Ευρώπη γυρνούν σε όλη την Ελλάδα για να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες ποσότητες. Η τιμή τους στην εγχώρια αγορά ανεβαίνει στα 15 ή και 20 λεπτά το τεμάχιο. Τούρκοι έμποροι εκμεταλλεύονται την περίσταση και αλιεύουν παράνομα στα έλη και τις λίμνες της Ελλάδας κάνοντας εξαγωγές.
Ο Σπυρίδων Βάλβης, ο οποίος δραστηριοποιείτο στην Ιταλία και ήταν γιος του ιερέα Ζηνόβιου Βάλβη που σκοτώθηκε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, εξελίσσεται σε «άνθρωπο-κλειδί» για το εμπόριο της βδέλλας[3].
Η αντικατάστασή τους από τις βεντούζες και οι τελευταίοι των «πιστών»
Αλλά τα προβλήματα δεν άργησαν να εμφανιστούν. Η έλλειψη κρατικής πολιτικής και οι πάσης φύσεως αυθαιρεσίες οδήγησαν το είδος σχεδόν σε εξαφάνιση, το εμπόριο της βδέλλας σε παρακμή και επέτρεψαν στην Τουρκία να επικρατήσει στις διεθνείς αγορές. Εντωμεταξύ, οι βεντούζες αντικατέστησαν τις βδέλλες, οι οποίες έχασαν την υπόληψή τους στη σύγχρονη ιατρική. Ήδη, το 1850, το εμπόριο βδελλών στο Παρίσι είχε σχεδόν εξαφανιστεί και μόνον οι Αμερικανοί γιατροί παρέμεναν πιστοί στην παραδοσιακή μέθοδο. Οι χώρες που απόμειναν να ασχολούνται με τη βιομηχανία των βδελλών ήταν η Δαλματία, η Κροατία και η Τουρκία.
Στην Αθήνα τις βδέλλες χρησιμοποιούσαν πλέον οι πρακτικοί γιατροί και οι παραδοσιακοί κουρείς. Το λαϊκό κουρείο του Ψυρρή που έφερε την επιγραφή «Ζήτω ο Πόλεμος» διαφήμιζε στη βιτρίνα του με μια πρόχειρα κακογραμμένη ταμπέλα: «Εις το Κουρείον τούτο / υπάρχουν αβδέλλες / βεντούζες και σβιτζιάλια / δόντια για βγάλσιμο / καπνό και τα λοιπά»[4].!
Στην οδό Ευριπίδου των Αθηνών οι βδέλλες βρίσκονταν ακόμη σε ικανή διακίνηση τις δεκαετίες 1960 και 1970, ενώ στις ημέρες μας συλλέγονται και πωλούνται βδέλλες σε ορισμένες λίμνες της Ελλάδος, όπως των Ιωαννίνων. Τελικά, η Τουρκία επικράτησε στο εμπόριο βδελλών αφού σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία εξάγει ακόμη πολλές εκατοντάδες χιλιάδες καλύπτοντας σχεδόν το 80% των εξαγωγών παγκοσμίως.