Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μία από τις εκατοντάδες πυρκαγιές που έχουν ξεσπάσει τον τελευταίο αιώνα στην Αττική σημειωνόταν «προς την διεύθυνσιν του Καλάμου υπέρ το Καπανδρίτι», το βράδυ της Κυριακής 18 Ιουλίου 1921. Πληροφορίες για την πυρκαγιά αυτή μας παραδίδει ο λάτρης της Αττικής γης Δημήτριος Χατζόπουλος, ο οποίος σε δύο λέξεις κατόρθωσε να κλείσει και εκείνη τη συμφορά: «Τεραστία λάμψις».
Η καταστροφή που επήλθε ήταν τεράστια αφού η περιοχή από τον Κάλαμο μέχρι το Καπανδρίτι καιγόταν επί ημέρες. Το γεγονός απασχόλησε από τον τελευταίο πολίτη μέχρι το Παλάτι. Στα θερινά Ανάκτορα του Τατοΐου η γνωστή για την αγάπη της στο πράσινο βασίλισσα Σοφία, συγκάλεσε σύσκεψη όπου απλώς αποφασίστηκε η σύσταση επιτροπών αναδάσωσης.
Τότε στις εξελίξεις υπέρ των δασών πρωταγωνιστούσε η «Φιλοδασική Ένωσις» των Αθηνών που τελούσε υπό την προστασία της βασίλισσας. Με αφορμή εκείνη την πυρκαγιά, ο Δ. Χατζόπουλος ξεδίπλωσε μερικές σκέψεις του γενικότερα για το φαινόμενο. Σκέψεις οι οποίες είναι χρήσιμες και πρέπει να τις έχουν υπόψη τους όσοι ενδιαφέρονται για το περιβάλλον και τα δάση. Είναι από τις περιπτώσεις στις οποίες η ιστορία διδάσκει και συνεισφέρει πολύτιμες πληροφορίες ώστε να αντιμετωπίζουμε τα διάφορα φαινόμενα. Εκείνη την χρονιά, δηλαδή το 1921 και μέχρι τα μέσα του Ιουλίου, είχαν ήδη ξεσπάσει δώδεκα πυρκαγιές στην Αττική.
«Οι αρμόδιοι; Τι να κάμουν; Που να πρωτοφθάσουν;» αναρωτιόταν δημοσίως ο έμπειρος οδοιπόρος, ξεδιπλώνοντας τις αιτίες στις οποίες οφείλονταν οι πυρκαγιές. Πρώτα το τσιγάρο, το οποίο και τότε ασυνείδητοι πετούσαν κάτω και λειτουργούσε κυριολεκτικά σαν μπαρούτι πάνω στα ξερά φύλλα. Αλλά τις περισσότερες φορές οι πυρκαγιές δεν προέρχονταν από απροσεξία αλλά από εμπρησμούς. Ιδιαίτερα τους πρώτους καλοκαιρινούς μήνες επικρατούσε αφενός μανία εκχέρσωσης και αφετέρου ανθρακοποίησης των δασών. Τα καυσόξυλα πωλούνταν προς 40 λεπτά την οκά, γεγονός που έδινε αφορμή στους επιτήδειους να κατακαίνε τα δάση.
Αφού δεν μπορούσαν να υλοτομήσουν μεγάλες εκτάσεις τις έκαιγαν και πωλούσαν τα κούτσουρα!
Ήταν μια τακτική που εφάρμοσαν δεκάδες άνθρωποι στην Αττική μετά τους βαλκανικούς και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και πολλοί ήταν εκείνοι που έγιναν εκατομμυριούχοι από τους εμπρησμούς των δασών. Δεν ήταν άμοιροι ευθυνών και πολλοί μεγαλοτσιφλικάδες που διέθεταν ανεκμετάλλευτες δασικές εκτάσεις και μέσω των εμπρησμών έβρισκαν τρόπους εύκολου κέρδους. «Το κέρδος, ο πόθος του μεγαλύτερου κέρδους, είναι ισχυρότερος από την αγάπην προς τα δένδρα», σημείωνε ο Δ. Χατζόπουλος που είχε περπατήσει και γνώριζε, μέτρο προς μέτρο, όλη την Αττική γη. Από τις σημειώσεις του απομονώνουμε ένα χρήσιμο απόσπασμα:
«Ζώμεν εις εποχήν εκτάκτως υλιστικήν. Δεν είναι μόνον ο γιος του Καραγκιόζη που πωλεί τον πατέρα του δια μίαν δεκάραν, δια ένα κρεμμύδι. Και η Θεά Άρτεμις εάν ζούσε εις τας ημέρας μας, θα έβαζε φωτιά εις τους πλέον αγαπητούς της δρυμούς, διά να τους υλοτομήση κατόπιν και να τους πωλήση ως καυσόξυλα».
Είχε απόλυτο δίκιο ο Αττικογράφος. Ό,τι συνέβη εκείνη την εποχή δεν έχει ακόμη παραδοθεί στη δημοσιότητα. Τότε καταστράφηκαν και εξαφανίστηκαν αιωνόβιοι ελαιώνες σε ολόκληρη την Αττική, οι οποίοι παραδόθηκαν ως καύσιμη ύλη στους φούρνους των αρτοποιείων και στα βιομηχανικά εργοστάσια. Κάποιοι ωφελήθηκαν υπέρμετρα αφανίζοντας θαυμάσια δένδρα και καταστρέφοντας την μοναδική ποίηση που προσέφερε το περιβάλλον.
Εν κατακλείδι, μια διαπίστωση του Δ. Χατζόπουλου, του «Αττικού» όπως υπέγραφε, είναι επίκαιρη μέχρι σήμερα: «Κανείς νόμος και καμμία επαγρύπνησις δεν μπορεί να σώση τα δάση ακόμη και αν κρεμάσωμεν τους ενόχους στα καιόμενα δένδρα»!