Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Υπήρξε εποχή, στις αρχές της δεκαετίας 1930, όπου άκμαζαν οι ψευδομάρτυρες τόσο ώστε κόντεψαν να μετατραπούν σε… θεσμό. Ήταν κι αυτή μία από τις επιπτώσεις της μεγάλης οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα και οι ψευδομάρτυρες είχαν καταστεί ιδιόμορφοι παράγοντες στις δίκες. Ζούσαν από το επάγγελμά τους, ενώ έφτασαν να δημιουργηθούν και ιδιαίτερα γραφεία ψευδομαρτύρων! Εκείνη την εποχή το επάγγελμα του ψευδομάρτυρα γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες του. Ήταν αρκετά αποδοτικό, σε περίοδο που η ανεργία είχε σκαρφαλώσει στους υψηλότερους δείκτες της ιστορίας μας. Επλήγη μάλιστα από «επαγγελματικό πληθωρισμό», όπως έγραψε ο δημοσιογράφος Σ. Γεράνης, ο οποίος και μας παρέδωσε πολύτιμα στοιχεία.
Γράφοντας, το 1936, ο Σ. Γεράνης αναφέρει ότι εκείνοι που ασκούσαν το επάγγελμα του ψευδομάρτυρα «επληθύνθησαν ως η άμμος της θαλάσσης»! Τριγυρνούσαν στους διαδρόμους των δικαστηρίων αναζητώντας πελάτες. Δηλαδή οι «πιάτσες» τους ήταν η οδός Σανταρόζα, όπου συνεδρίαζαν τρία Πλημμελειοδικεία, το Παλαιό Αρσάκειο, το Πταισματοδικείο και το Ειρηνοδικείο, το οποίο βρισκόταν στην αρχή της οδού Ζήνωνος. Σμήνη ψευδομαρτύρων ήταν έτοιμοι εντός πέντε λεπτών να γίνουν οι πλέον εγκάρδιοι φίλοι ή οι πλέον άσπονδοι εχθροί κατηγόρων ή κατηγορουμένων στα δικαστήρια.
Εντός πέντε λεπτών χρίζονταν ως οι πλέον εγκάρδιοι φίλοι ή οι πλέον άσπονδοι εχθροί, κατηγόρων και κατηγορουμένων, αναλόγως την περίσταση. Λειτουργούσαν ως μάρτυρες υπερασπίσεως ή κατηγορίας με τον πλέον πειστικό τρόπο, αρκεί να εξασφάλιζαν το μεροκάματο. Ήταν πρόθυμοι να εμφανισθούν ότι γνώριζαν από τα… γεννοφάσκια τους κατηγορούμενους και πως ήταν κοινωνοί των άκρως ιδιαίτερων μυστικών τους. «Πως ξέρετε ότι περνούσε καλά με τη γυναίκα του»; ρωτούσε ο Πρόεδρος. «Μα είκοσι χρόνια είμαστε φίλοι κύριε Πρόεδρε, μαζί πηγαίναμε σχολείο, πως μην το ξέρω»!
Η πρόσληψη ενός ψευδομάρτυρα σε δίκη γινόταν με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν οι ψευδομάρτυρες… ελευθέρας βοσκής, στους οποίους αναφερθήκαμε ήδη. Όπως οι ασπριτζήδες συγκεντρώνονταν στην πλατεία Κοτζιά περιμένοντας τον εργολάβο, έτσι και εκείνοι περίμεναν στους διαδρόμους την πελατεία τους. Αλλά είχαν ιδρυθεί και ιδιαίτερα γραφεία! Είχαν βρεθεί σε εκείνη την περίσταση επιτήδειοι «αετονύχηδες», οι οποίοι είχαν συστήσει άτυπες εταιρείες προσλαμβάνοντας ψευδομάρτυρες με μηνιαίο μισθό!
Στην περίπτωση αυτή απέφευγε ο ενδιαφερόμενος να πάθει ότι ο γνωστός Αθηναίος που αναζητούσε ψευδομάρτυρα στους διαδρόμους. Πέρασε έναν άρτι διορισμένο πρωτοδίκη για ψευδομάρτυρα και προσπάθησε να τον προσεγγίσει. Οπότε αντί να απαλλαγεί απέκτησε μία ακόμη κατηγορία!
Το δασκάλεμα του ψευδομάρτυρα αποτελούσε ιεροτελεστία
Μακριά από την αίθουσα και έξω από το δικαστήριο, συνήθως στο πεζοδρόμιο της οδού Σανταρόζα. Εκεί, στα τραπεζάκια που αράδιαζε ο καφετζής, δίδονταν τα ιδιαίτερα μαθήματα. Οπωσδήποτε το επάγγελμα του μάρτυρα είχε βαρύνουσα σημασία για την προσωπικότητα και την αξιοπιστία του. Το επάγγελμα του μάρτυρα άλλαζε και προσαρμοζόταν στην ανάγκη. Ήταν παραγγελιοδόχος που ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα, βοηθός ρομβίας που είδε το γεγονός ή υπαίθριος πωλητής.
«Το αδίκημα της ψευδομαρτυρίας αυτό, σοβαρώτατον αυτό καθ΄ αυτό, τείνει να καταστή παρ’ ημίν παράδοσις με την επιπολαιότητα που επιδεικνύουν πολλοί και την προθυμίαν να βεβαιώνουν ενόρκως ψευδή γεγονότα» έγραφαν οι εφημερίδες το 1939. Ήταν η εποχή που αντέδρασε η δικαιοσύνη αντιμετωπίζοντας δυναμικά το φαινόμενο των ψευδομαρτύρων, του οποίους εξάλλου γνώριζαν πλέον οι δικαστές. Συλλαμβάνονταν και παραπέμπονταν για τα περαιτέρω. Εντός ολίγων εβδομάδων αρκετοί κάθισαν στο σκαμνί και οι περισσότεροι καταδικάστηκαν. Δεν γνωρίζουμε εάν βρέθηκαν κάποιοι να τους υπερασπιστούν, πάντως το αποτέλεσμα ήταν να εξαλειφθεί το φαινόμενο το οποίο φαίνεται πως είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις.